Οι έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού ενός κτίσματος ως αυθαιρέτου επέρχονται μετά τη σύνταξη της έκθεσης αυτοψίας από υπάλληλο της κατά τόπον αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Πριν από τη σύνταξη της εν λόγω έκθεσης τυχόν μεταβίβαση οικοπέδου, επί του οποίου έχει ανεγερθεί αυθαίρετο κτίσμα, είναι έγκυρη.
Στο επίκεντρο του νομικού ενδιαφέροντος τον τελευταίο καιρό έχουν τεθεί αφενός οι προστατευόμενοι μάρτυρες, τα πρόσωπα δηλαδή εκείνα που έλαβαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο γνώση για τη διάπραξη ενός σοβαρού εγκλήματος και για τα οποία πιθανολογείται βάσιμα ότι υπάρχει κίνδυνος εκφοβισμού ή αντεκδίκησης ή αχρήστευσής τους από την πλευρά του δράστη του εγκλήματος, και αφετέρου οι “μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος”, τα πρόσωπα δηλαδή τα οποία, χωρίς να εμπλέκονται τα ίδια στην τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη ορισμένων εγκλημάτων με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές. Το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν και οι δύο ανωτέρω κατηγορίες μαρτύρων είναι ότι αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία “πληροφοριοδοτών”. Το ζήτημα, όμως, που ανακύπτει εδώ είναι αν η δικονομική προστασία που απολαύουν οι μάρτυρες αυτοί μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να δυσχεραίνεται η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, να επέρχεται σημαντικός περιορισμός βασικών δικονομικών αρχών και να παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κατηγορουμένου προς αντίκρουση της αποδιδομένης σ’ αυτόν κατηγορίας.
Ευθύνη νομικού προσώπου για τις παράνομες και υπαίτιες ενέργειες των οργάνων του. Παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ευθύνονται κατ’ αρχήν σε αποζημίωση και όλα τα φυσικά πρόσωπα-μέλη της πολυμελούς διοικήσεως, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου εξ αυτών.
Μεταξύ εκβίασης και απάτης υπάρχει, κατά κανόνα, σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού και όχι αληθινής ή φαινομένης συρροής, γιατί η περιουσιακή μετακίνηση στην μεν απάτη επέρχεται με εξαπάτηση, στην δε εκβίαση με εξαναγκασμό· υπό όρους, είναι δυνατόν η απάτη και η εκβίαση να συρρέουν αληθώς κατ’ ιδέαν, όταν η επέλευση της περιουσιακής βλάβης στο πρόσωπο του παθόντος θεμελιώνεται στην σύγχρονη παράλληλη συμβολή της απειλής ή της βίας και στις ψευδείς παραστάσεις του υπαιτίου.
Η μελέτη ασχολείται με την –καινοτόμο για το ελληνικό δίκαιο– διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/104 (= άρθρο 14 παρ. 3 του N. 4529/2018), διά της οποίας το ενωσιακό δίκαιο επεμβαίνει δραστικά στο μέτρο αποδείξεως, που μέχρι πρόσφατα παρέμενε στην αρμοδιότητα του εσωτερικού νομοθέτη των κρατών μελών.
Η άσκηση του ενιαίου δικαιώματος ψήφου, που αντιστοιχεί σε κάθε κοινή μετοχή, από έναν ή περισσότερους συνδικαιούχους αυτής (αντί από όλους μαζί, όπως επιβάλλει η αρχή της συλλογικής διοίκησης του κοινού πράγματος), καθιστά τη σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας όχι ανυπόστατη αλλά ακυρώσιμη.