Οι διάδικοι δύνανται να παραιτηθούν από τις κατατεθείσες προτάσεις τους στο πλαίσιο της αρχής της διαθέσεως. Στην περίπτωση αυτή θεωρούνται ως μη προσηκόντως παρασταθέντες και το δικαστήριο ματαιώνει τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ως άνω ματαίωση της υπόθεσης αποτελεί συνέπεια της διαδικαστικής συμπεριφοράς των διαδίκων και όχι απόρροια συμφωνίας τους.
Η δήλωση περί ψυχικού τραυματισμού προσεγγίζεται τόσο υπό το πρίσμα των κριτηρίων που μέχρι στιγμής χρησιμοποιούνται για την αξιολόγησή της, όσο και σε συνδυασμό με την έννοια της ψυχικής ταλαιπωρίας ή του διασυρμού του θύματος που οδηγούν σε διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.
Έννομες συνέπειες της ενεχύρασης απαίτησης κατά το ν.δ. της 17.7./13.8.1923. Ο ενεχυρούχος δανειστής-εκδοχέας υποχρεούται να διαφυλάσσει την ενεχυρασθείσα απαίτηση του ενεχυραστή κατά του τρίτου, ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωσή της, ευθυνόμενος διαφορετικά έναντι του ενεχυραστή σε αποζημίωση.
Η παραβίαση των όρων της εντολής συνιστά κατάχρηση της εμπιστοσύνης και, επομένως, στοιχειοθετεί το έγκλημα της υπεξαίρεσης, όταν ο εντολοδόχος οικειοποιείται τα αποκτηθέντα για λογαριασμό του εντολέως ή δεν εκτελεί τους όρους της εντολής, κατακρατεί δε ως ίδια τα χρήματα που του δόθηκαν για την εκτέλεση συγκεκριμένων ενεργειών. Δεν είναι παράνομη η ιδιοποίηση, όταν υπάρχει διάταξη νόμου που την επιτρέπει, όπως συμβαίνει με το δικαίωμα επισχέσεως (άρ. 325 ΑΚ)· αν όμως τα πράγματα τα οποία ιδιοποιείται ο κάτοχος είναι ακατάσχετα, η επίκληση της ανταξίωσης προς τον κύριο δεν αναιρεί το παράνομο της ιδιοποίησης.
Ο σύνδικος μιας πτώχευσασας ΑΟΔ δεν νομιμοποιείται να ενάγει χρήστες προς επιδίωξιν είσπραξης αμοιβών των δικαιούχων που γεννήθηκαν πριν από την πτώχευσή της και μάλιστα ήδη πριν από την προηγηθείσα ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Τούτο, ιδίως επειδή ο νόμος εξαιρεί ρητώς από την πτωχευτική περιουσία του φορέα συλλογικής διαχείρισης τα έσοδα από τα δικαιώματα των δικαιούχων (άρθρ. 17 § 6 ν. 4481/17), επειδή, περαιτέρω, αυτή η ΑΟΔ έχει χάσει την εξουσία να εκπροσωπεί τους μέχρι πρότινος δικαιούχους της λόγω της πτώχευσής της (άρθρ. 106 § 2 ν. 4738/2020, ΑΚ 726), ενώ επιπλέον έχει καταστεί ήδη από την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ανίκανη προς αποτελεσματική διαχείρισιν των δικαιωμάτων των δικαιούχων.
Με το νέο άρθρο 33 ΠΚ θεσπίστηκε ένας νέος λόγος άρσης του καταλογισμού, συνιστάμενος στην αδυναμία αποφυγής του αδίκου. Ο λόγος αυτός συνδυάζει δύο ζητήματα διακριτά ώς τότε στην επιστήμη, ήτοι τη σύγκρουση καθηκόντων και την άρση του καταλογισμού πέραν του τεθειμένου δικαίου. Πέραν του προβλήματος της τοποθέτησης της σύγκρουσης καθηκόντων στον χώρο του καταλογισμού, η νέα διάταξη εμφανίζει δογματικές αδυναμίες στο μέτρο που απαιτεί διάγνωση αφόρητης ψυχικής πίεσης επί σύγκρουσης νομικών καθηκόντων προκειμένου να αρθεί ο καταλογισμός, επί δε σύγκρουσης νομικού με ηθικό καθήκον αξιώνει στάθμιση, προϋπόθεση που φέρνει την νομολογία σε εμφανή αμηχανία.
Η μελέτη αναφέρεται στους πυλώνες του φιλελευθερισμού στα πεδία του ουσιαστικού και του δικονομικού ποινικού δικαίου. Μια επισκόπηση αναδεικνύει τη σημασία τους, αλλά και ουσιαστικές και μεθοδολογικές αδυναμίες που μπορεί να οδηγήσουν σε εξασθένηση της αντοχής τους. Η εμφάνιση της τεχνητής νοημοσύνης (απλής και γενικής) αφενός ωφελεί, αφετέρου θέτει σε δοκιμασία το φιλελεύθερο οικοδόμημα, τόσο στο ουσιαστικό, όσο –κατεξοχήν– και στο δικονομικό πεδίο.
Προθεσμία άσκησης υπαναχώρησης του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος. Εφόσον το δικαίωμα υπαναχώρησης ασκηθεί με εξώδικη δήλωση εντός του χρόνου παραγραφής, αναγνωριστική αγωγή με αντικείμενο την ύπαρξη ή μη του σχετικού διαπλαστικού δικαιώματος του αγοραστή μπορεί να ασκηθεί και μετά την παρέλευσή του.