Οι θέσεις της νομολογίας αναφορικά με τους συχνότερα εμφανιζόμενους λόγους ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού εμφανίζουν σε πολλές περιπτώσεις ανομοιογένεια και εγείρουν πληθώρα ερωτημάτων. Με την παρούσα μελέτη, αφενός μεν επιχειρείται μια χαρτογράφηση των θέσεων αυτών, ώστε να «φωτιστούν» τα σημεία όπου παρατηρούνται διχογνωμίες, αφετέρου δε γίνεται προσπάθεια κριτικής επισκόπησής τους, τόσο σε δικονομικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο.
Κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων για συκοφαντική δυσφήμηση, τελεσθείσα μέσω του διαδικτύου (με αναρτήσεις σχολίων σε ιστοσελίδα), καθόσον η έγκληση της παθούσας υποβλήθηκε αφότου είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα τριών μηνών από την γνώση εκάστης πράξης (των συκοφαντικών αναρτήσεων) και των στοιχείων (ψευδωνύμων) των κατηγορουμένων.
Η αξίωση για καταβολή του τιμήματος στον πωλητή γεννιέται με την παράδοση του πράγματος. Αν δεν ορίστηκε χρόνος καταβολής του τιμήματος (όπως π.χ. όταν το τίμημα έχει πιστωθεί χωρίς να έχει οριστεί συγκεκριμένος χρόνος καταβολής του), ο πωλητής δικαιούται να απαιτήσει το τίμημα (αντιπαροχή) ορίζοντας τον χρόνο πληρωμής του κατά δίκαιη κρίση και σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 200, 288, 371).
Με αφορμή την υπ’ αριθμ. 319/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου εξετάζονται διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν παρ’ ημίν σε σχέση με την εκτέλεση της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας (ΕΕΕ). Ειδικότερα, εξετάζεται το εύρος προστασίας σειράς δικαιωμάτων του καθ’ ου η ΕΕΕ που καλείται σε απολογία, η δυνατότητα εκτέλεσης ΕΕΕ επί εγκλήματος παραγεγραμμένου κατά το εσωτερικό δίκαιο, τέλος δε το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών του κράτους έκδοσης της ΕΕΕ.
Η κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, επαγόμενη τη δημιουργία παθητικής εις ολόκληρον ενοχής μεταξύ εμφανούς νομικού προσώπου και αφανούς τρίτου, διασπά τον κανόνα της „inter partes“ ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας και δικαιολογεί την επέκταση αυτής, ώστε να καταλαμβάνει και τον τρίτο. Το ότι ο τελευταίος δεν συμμετείχε στη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, δεν συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας και του προς ακρόαση δικαιώματος, καθώς η πλήρωση του πραγματικού της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας έχει ως συνέπεια, ότι η επιλογή διαιτητή εκ μέρους του νομικού προσώπου «καταλογίζεται» στον υποκρυπτόμενο τρίτο.
Η αρχή εκτελέσεως Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας υποχρεούται να ζητήσει από την αρχή εκδόσεως την αποστολή του ελλείποντος υλικού της δικογραφίας, προκειμένου ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό, εφόσον δεν αρνηθεί να απολογηθεί και το ζητήσει· διαφορετικά, η εις εκτέλεσιν της ΕΕΕ κλήση του σε απολογία πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, επειδή το συμβούλιο εφετών παρέλειψε να διαγνώσει την συνδρομή της εν λόγω ακυρότητας.
Αξίωση εύλογης αμοιβής των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων σε περίπτωση δημόσιας εκτέλεσης του έργου τους. Ο δικαστικός προσδιορισμός της εύλογης αμοιβής αποτελεί ζήτημα εξειδίκευσης αόριστης νομικής έννοιας· επομένως, δεν καλύπτεται από το τεκμήριο ομολογίας της ιστορικής βάσης της αγωγής επί ερημοδικίας του εναγομένου. Καθ’ ύλην αρμόδιο για την επιδίκαση της ως άνω αξίωσης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Στην μελέτη παρατίθενται ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις, με σκοπό την ορθότερη, κατά την άποψη του συγγραφέα, ερμηνευτική προσέγγιση ουσιωδών ρυθμίσεων και την ενδεχόμενη νομοθετική βελτίωση κάποιων άλλων. Αρχικά γίνεται μια εισαγωγική επισκόπηση, στην οποία επισημαίνεται η σύνδεση του ισχύοντος ΚΠΔ με τον ΚΠΔ του 1950 και με την Ποινική Δικονομία του 1834. Εν συνεχεία εξετάζονται οι ερμηνευτικοί προβληματισμοί που ανακύπτουν στα βασικά στάδια της Ποινικής Δίκης και συγκεκριμένα στην Ποινική Δίωξη, στην Ανάκριση, δηλαδή τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, στη Διαδικασία στο Ακροατήριο και στα Ένδικα Μέσα.