Στην μελέτη διερευνάται η σχέση μεταξύ της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνολογίας. Αφορμή αποτελεί η απόφαση του ΔικΕΕ Austro-Mechana, η οποία εφαρμόζει για πρώτη φορά –έστω και διστακτικά– στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας. Επιχειρείται ταυτόχρονα η κριτική αποτίμηση της ως άνω απόφασης και η προσαρμογή των συμπερασμάτων της στο ελληνικό δίκαιο (ν. 2121/1993) υπό μια δυναμική ερμηνεία του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και υπό την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας.
Για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του μη καταβληθέντος φόρου επί του αδικήματος της κατ' εξακολούθησιν φοροδιαφυγής (άρ. 8 του Ν. 4337/2015), συνιστάμενης στην υποβολή ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος, αφαιρούνται οι προσαυξήσεις και οι κυρωτικές προσθήκες. Κρίνεται αθώος ο κατηγορούμενος κατόπιν αποδοχής του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του, εφόσον τα ποσά των διαφυγόντων φόρων υπολείπονται (αμφότερα) του ορίου των 100.000 ευρώ.
H κατάσχεση στα χέρια τετάρτου συνιστά μια μη ρυθμιζόμενη στον ΚΠολΔ δικονομική δυνατότητα, που έγκειται στην πραγματικότητα στην επιβολή δύο κατασχέσεων. Με την πρώτη κατάσχεση ο κατασχών, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος, ασκεί πλαγιαστικά τα δικαιώματα του οφειλέτη του κατά του «τετάρτου», ενώ η δεύτερη είναι μια κλασσική κατάσχεση, προκειμένου ο κατασχών να εξασφαλιστεί έναντι της αφερεγγυότητας του δικού του οφειλέτη.
Είναι αδύνατη η εξαντλητική απαρίθμιση όλων των σοβαρών λόγων ευπρέπειας (άρ. 23 παρ. 2 ΚΠΔ) που συνιστούν λόγους αποχής δικαστικού λειτουργού από την άσκηση των καθηκόντων του. Η συνδρομή ή μη των λόγων αυτών αποτελεί ζήτημα πραγματικό, εξεταζόμενο in concreto. Ο όρος “ευπρέπεια” περιέχει αντικειμενική κρίση σχετικά τις δημιουργούμενες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική και ανεπηρέαστη διερεύνηση συγκεκριμένης υπόθεσης. Σε αντίθεση όμως προς την επιταγή αντικειμενικής συνδρομής πραγματικών περιστατικών του άρ. 15 ΚΠΔ, στην περίπτωση αποχής για λόγους ευπρέπειας, αρκεί η αμφιβολία στο πρόσωπο του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού (υποκειμενικό κριτήριο) ότι θα κρίνει ανεπηρέαστα την υπόθεση. Συντρέχει λόγος εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού από την συμμετοχή της στην σύνθεση του Συμβουλίου που κρίνει επί της προσφυγής (άρ. 581 ΚΠΔ) της προσφεύγουσας και ήδη εγκαλούσας, εις βάρος της δικαστικού λειτουργού, για «κατάχρηση εξουσίας ή και παράβαση καθήκοντος αλλά και εσχάτη προδοσία» στο πλαίσιο έκδοσης καταδικαστικής εις βάρος της απόφασης. (και μειοψ.)
Ο διαχειριστής αφανούς εταιρείας καθίσταται κύριος όσων αποκτά από τη διαχείριση της εταιρείας. Ταυτόχρονα, φέρει την υποχρέωση να καταστήσει τα αποκτήματα κοινά σε όλους τους εταίρους, μεταβιβάζοντας σ’ αυτούς τμήμα τους αντίστοιχο με την εταιρική μερίδα καθενός. Αν αρνηθεί τη μεταβίβαση, ο διαχειριστής δεν διαπράττει υπεξαίρεση, αλλά παραβιάζει απλώς ενοχική του υποχρέωση.
Όταν η συναλλαγματική είναι πλήρης, η έκδοση διαταγής πληρωμής αποκλειστικά βάσει του τίτλου της επιτρέπεται μόνο για το αναγραφόμενο σ’ αυτόν ποσό. Η έκδοσή της για ποσό μικρότερο του αναγραφομένου είναι, λόγω της αρχής της δικονομικής αυστηρότητας, δυνατή μόνο σε συνδυασμό με τη βασική σχέση της συναλλαγματικής (argum. από άρθρ. 39 § 2 ν. 5325/32).
Για τον χαρακτηρισμό της εκβίασης ως κακουργηματικής απαιτείται τοπική και χρονική αμεσότητα του κακού με το σώμα ή την ζωή του απειλουμένου, χωρίς να αρκεί η εκτόξευση απειλής κακού που θα επέλθει στο μέλλον. Προϋποθέσεις διάταξης προσωρινής κρατήσεως κατά την προδικασία. Για την συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως για το ίδιο κακούργημα πέραν του ενός έτους απαιτείται μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρ. 292 παρ. 2 ΚΠΔ, οι περιστάσεις τέλεσης του εν λόγω αδικήματος να είναι τέτοιες, που να δικαιολογούν την κατ’ εξαίρεση παράταση της προσωρινής κράτησης, ώστε να αποτραπεί η διάπραξη και άλλων εγκλημάτων από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, βάσει της βαρύτητας της πράξεως, του είδους, της φύσεως και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτής ή του τρόπου τελέσεώς της, καθώς και της επικινδυνότητας του προσωρινώς κρατουμένου και της πιθανότητας τελέσεως από αυτόν παρόμοιων πράξεων, αν αφεθεί ελεύθερος. Διατάσσεται η απόλυση και η επιβολή περιοριστικών όρων των κατηγορουμένων για σύσταση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση με μέλη εγκλείστους σε καταστήματα κράτησης, με δομημένη δράση και υποδομή για την τέλεση, μεταξύ άλλων, κακουργηματικών εκβιάσεων εις βάρος δικηγόρων.
Όπως προκύπτει από το γράμμα των άρθρων 101-107 ΣΛΕΕ, ο όρος «επιχείρηση» προσδιορίζει το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ενωσιακού δικαίου για τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Το σύγχρονο, όμως, και ιδίως το ψηφιακό οικονομικό περιβάλλον, ενθαρρύνει νέες μορφές συμμετοχής στις εμπορικές συναλλαγές που υποβάλλουν την έννοια της επιχείρησης σε ζυμώσεις και καλούν σε επανεξέταση του περιεχομένου της. Η μελέτη αναδεικνύει ιδιαιτερότητες της οικονομικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται ειδικά στις επιγραμμικές πλατφόρμες και διερευνά πώς διαμορφώνεται η εμβέλεια του δικαίου για τον ανταγωνισμό υπό τις οικείες επιρροές.