Ενώ το άρθρο 565 ΙΙ ΚΠολΔ αναφέρεται στην αναστολή της εκτελεστότητας των τελεσίδικων καταψηφιστικών αποφάσεων, πάγια και ορθή επί του θέματος νομολογία δέχεται ότι η προβλεπόμενη αναστολή αφορά στο σύνολο των συνεπειών των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων και ιδίως του δεδικασμένου αυτών. Εντούτοις, η τελεσίδικη απόρριψη αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, δυνάμενη να προκαλέσει βλάβη στον ηττηθέντα ενάγοντα, οσάκις ο νικήσας εναγόμενος διαθέτει πρόσφορα δικονομικά μέσα προς εξαναγκασμό του ενάγοντος σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης, καθιστά την αναστολή του δεδικασμένου αυτής τελολογικώς επιβεβλημένη. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η δημοσιευόμενη γνωμοδότηση.
Η ακυρότητα που αφορά στην κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι σχετική, καλύπτεται δε, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις μέχρι την έναρξη της συζήτησης, ήτοι μέχρι την απαγγελία της κατηγορίας και όχι μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ήτοι την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, πολλώ δε μάλλον μετά την έναρξη αυτής. Υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστήριο της ουσίας παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης, καθόσον δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διότι, αφού κηρύχθηκε η ως άνω ακυρότητα, που προβλήθηκε μόνο από δύο εκ των πέντε κατηγορουμένων, το δικαστήριο προχώρησε στην κήρυξη της ακυρότητας των κλητηρίων θεσπισμάτων και για τον ωσεί παρόντα αλλά και για τους δύο άλλους κατηγορουμένους, μολονότι δεν προβλήθηκε σχετική ένσταση από αυτούς, στην συνέχεια δε, χωρίς να εξετασθεί η ουσία της υπόθεσης, έπαυσε οριστικά η εις βάρος τους ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του θεσμού του plea bargaining είναι η ανταλλαγή της ομολογίας του κατηγορουμένου με την επιβολή μειωμένης ποινής. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως δεν απαιτείται η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι ελήφθησαν υπόψιν και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ’ επιλογήν. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης, διότι δεν παράγεται βεβαιότητα σχετικά με το ότι ελήφθησαν υπόψιν τα στοιχεία της δικογραφίας, πέραν των δύο εγγράφων που αναφέρονται ως αναγνωστέα. Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος.
Στην μελέτη παρουσιάζεται συνολικά η ρύθμιση της αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής στο σύμφωνο συμβίωσης, με έμφαση ιδίως στη δυνατότητα παραίτησης από τη νόμιμη μοίρα και επιχειρείται η αντιμετώπιση των ερμηνευτικών ζητημάτων που γεννά η ιδιαιτέρως λιτή και αφαιρετική διατύπωση του άρθρου 8 του ν. 4356/2015.
Η απόφαση γενικής συνέλευσης Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων (υπό την μορφή αστικού συνεταιρισμού) περί χρησιμοποίησης των εισπραττόμενων εσόδων για σκοπούς άλλους πλην της διανομής στους δικαιούχους, ή περί επιβολής μη επιτρεπτών ή δυσανάλογων κρατήσεων επ' αυτών, ή περί επιβολής υπέρογκων εξόδων διαχείρισης επιβαρύνει τους δικαιούχους με υποχρεώσεις που δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίες για την αποτελεσματική διαχείριση των δικαιωμάτων τους (άρθρο 11 § 1 Ν. 4481/2017).
Από τις “γενετήσιες πράξεις”, ήτοι από την συνουσία ή άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, διακρίνονται οι “χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα”, ήτοι οι πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλουν μεν την γενετήσια αξιοπρέπεια, χωρίς να όμως εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Παύει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της κακουργηματικής πράξης του άρ. 342 παρ. 1 ΠΚ σε πλημμεληματική του άρ. 342 παρ. 2 ΠΚ, διότι κατά την γνώμη της πλειοψηφίας, η πράξη της θωπείας, το κοίταγμα με ηδονιστικό τρόπο προς συγκεκριμένα μέλη του σώματος της ανήλικης και τα λεκτικά προς αυτήν πειράγματα συνιστούν όχι γεννετήσιες πράξεις αλλά ήσσονος βαρύτητας γεννετήσιες προσβολές που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, και ως εκ τούτου τα αδικήματα αυτά, τελεσθέντα κατ’ εξακολούθησιν, έχουν παραγραφεί (άρ. 111 παρ. 2 ΠΚ). Κατά την γνώμη της μειοψηφίας οι θωπείες φέρουν τον χαρακτήρα “γενετήσιων πράξεων”, ενόψει του βαθμού της έντασής τους και της διάρκειάς τους.
Ενώ το οικογενειακό δίκαιο έχει τύχει τα τελευταία χρόνια επανειλημμένων αναθεωρήσεων και τροποποιήσεων, δεν συμβαίνει το ίδιο με το κληρονομικό δίκαιο. Ωστόσο οι κοινωνικές, δημογραφικές και άλλες μεταβολές που έχουν επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στον κόσμο γενικά και στη χώρα μας ειδικότερα, έχουν καταστήσει μερικές από τις ρυθμίσεις αυτές παρωχημένες. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο πόρισμα ότι επιτακτική προβάλλει η ανάγκη ν’ αρχίσει ένας διάλογος στο πλαίσιο της ελληνικής νομικής επιστήμης με αντικείμενο τον εκσυγχρονισμό του κληρονομικού μας δικαίου.