Στη μελέτη εξετάζονται οι ρυθμίσεις του νέου ΚΠΔ για το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης. Προτάσσεται η συστηματική ένταξή της στο δίκαιο της απόδειξης, ακολουθεί ειδική αναφορά στις κεντρικές αξιακές προϋποθέσεις του ΕΔΔΑ για την ποινική απόδειξη και στη συνέχεια αναλύονται τα ειδικώς ζητούμενα σχετικά με την πραγματογνωμοσύνη. Εν κατακλείδι διατυπώνονται ορισμένες σκέψεις για τον αναιρετικό έλεγχο του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης και παρουσιάζονται οι περιπτώσεις σχετικής και απόλυτης ακυρότητας της τελευταίας.
Ένα θέμα που κατά καιρούς έρχεται στην επικαιρότητα και γίνεται αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των νομικών, αλλά και άλλων, είναι αν οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν κατά την επιτέλεση του έργου τους να επηρεάζονται ή να λαμβάνουν υπόψη τους και την «κοινή γνώμη» ή το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα». Με το ζήτημα αυτό ασχολείται η παρούσα μελέτη.
Δεν συνιστούν περίπτωση μερικής εικονικότητας οι διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, στις οποίες η αναγραφείσα επί των φορολογικών στοιχείων αξία είναι ανώτερη εκείνης που θα μπορούσε να συμφωνηθεί υπό τις κρατούσες στην αγορά συνθήκες, εφόσον η αξία αυτή αντιστοιχεί στο πράγματι συμφωνηθέν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών τίμημα.
Ο όρος που εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη, μεταξύ άλλων, ιατρικές και διαγνωστικές πράξεις καθώς και νοσηλείες που σχετίζονται με «συγγενείς παθήσεις» του ασφαλιζομένου δεν είναι σαφής, διότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από έναν άνθρωπο μέσης εμπειρίας στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγής και μηδενικής εμπειρίας στην ιατρική ορολογία.
Στη μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι τα φορολογικά στοιχεία που εκδίδονται και γίνονται αποδεκτά στο πλαίσιο διασυνοριακών συναλλαγών συνδεδεμένων επιχειρήσεων δεν είναι μερικώς εικονικά. Κατ' επέκταση, συμπεραίνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη για το αδίκημα της αποδοχής εικονικών στοιχείων ούτε για το αδίκημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα.