Ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής. Νομέας της οικοδομής κατά την διάρκεια της ανέγερσής της παραμένει ο οικοπεδούχος, στο όνομα του οποίου, βάσει της σύμβασης έργου, ασκεί την κατοχή ο εργολάβος. Η νομή μεταβιβάζεται στον εκάστοτε αγοραστή του διαμερίσματος με την κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας (με την σύμπραξη και του οικοπεδούχου).
Κρίνεται ως εμπρόθεσμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως που εξεδόθη σε μετ’ αναβολή ρητή δικάσιμο χωρίς την παρουσία του εκκαλούντος, διότι ο “ωσεί παρών” δικαζόμενος εκκαλών κατ’ άρ. 340 παρ. 3 πΚΠΔ θεωρείται απών. Το δικαστήριο απέχει να αποφανθεί έως ότου υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί της ουσίας της υπόθεσης.
Η μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου αρχικά στο ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου) και εν συνεχεία στην ΕΤΑΔ (Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου) συντελείται με την μεταγραφή της σχετικής απόφασης μεταβίβασής τους στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο.
Με τη θέσπιση του ν. 4624/2019 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων τυποποιήθηκε για πρώτη φορά στην παράγραφο 4 το ποσοτικό κριτήριο των 120.000 ευρώ, συνδεόμενο με τον υπερχειλή σκοπό του δράστη. Η κακότεχνη διατύπωση της διάταξης, σε συνδυασμό με την ισχνή νομολογιακή της επεξεργασία, έχουν προκαλέσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν υποστηριχθεί στην επιστήμη περισσότερες απόψεις σε σχέση με την ορθή προσέγγιση του άρθρου 38 παρ. 4 και τις ακριβείς προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτησή του. Με αφορμή την ΑΠ 686/2021 (η οποία έκρινε ότι ο σκοπός βλάβης του δράστη στοιχειοθετεί κακούργημα ανεξαρτήτως ποσού), εκφράζονται ορισμένες σκέψεις και προβληματισμοί ως προς την ορθότητα της υιοθετούμενης λύσης.
Το εύρος ισχύος και ο σκοπός του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 καταλαμβάνει αποκλειστικώς τα ακίνητα, χωρίς να μπορεί να επεκταθεί, δεδομένης της βαρύτητας των εννόμων συνεπειών της επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης επί πλοίων, και στα τελευταία.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη επιμέρους ζητημάτων που αφορούν στον νομοθετικό ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, όπως αναδιατυπώθηκε με τον Ν. 4619/2019. Αρχικά, εξετάζεται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στη σύγχρονη θεωρία του ποινικού δικαίου. Εν συνεχεία, παρουσιάζεται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης υπό δικαιοσυγκριτικό πρίσμα με αναφορά σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (του γερμανόφωνου χώρου). Τέλος, επιχειρείται η προσέγγιση τριών βασικών ερμηνευτικών προβλημάτων που θέτει η ισχύουσα διατύπωση της παρ. 1 του ως άνω άρθρου, που αφορούν στην ερμηνεία: πρώτον, του όρου «επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση»· δεύτερον, της έννοιας της διαρκούς «εγκληματικής» δράσης της οργάνωσης και τρίτον, της έννοιας της συμμορίας.
Η μη τήρηση από τα πιστωτικά ιδρύματα της ΔΕΚ (Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων) ή της υποχρέωσης ενημέρωσης των συναλλασσομένων δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ακυρότητα της καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, αλλά επισύρει μόνο την επιβολή εποπτικής φύσης κυρώσεων εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος.
Γίνεται δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου και αναστέλλεται υπό όρους η εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε επί της εφέσεώς του, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της κατ’ αυτής ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεώς του, αφού κρίνεται ότι η συνέχιση της έκτισης της ποινής που του επιβλήθηκε (κάθειρξη έξι ετών για απλή συνέργεια σε ληστεία με κεκαλυμμένα χαρακτηριστικά προσώπου) θα είχε ως συνέπεια την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης για την οικογένειά του.