Η σχέση του υπαιτίου προς το πράγμα αποτελεί συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της υπεξαίρεσης. Εφόσον η υπεξαίρεση στοιχειοθετείται μόνον ως προς αποδεικτικώς βεβαιούμενο, ήδη παρανόμως κτηθέν, ξένο κινητό πράγμα, αποκλείεται η θεμελίωσή της ως προς σκοπούμενη από τον δράστη μελλοντική παράνομη κτήση τέτοιου αντικειμένου. Εσφαλμένη ερμηνεία του άρ. 98 παρ. 2 ΠΚ. Μη ορθή παραπομπή εντολοδόχου για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθησιν στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας και παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής άρ. 375 παρ. 1-2 και 98 παρ. 2 ΠΚ
Αναιρείται λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρ. 98 του Ν. 4623/2019 περί αναστολής των διατάξεων παροχής κοινωφελούς εργασίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση της καταδικασθείσης σε φυλάκιση για μετατροπή του υπολοίπου της επιβληθείσης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρ. 105Α ΠΚ, η δε αίτηση δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί ούτε ως αίτηση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική κατ’ άρ. 82 πΠΚ, αφού με την καταδικαστική απόφαση είχε εξαντληθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, απορρίπτοντας με ειδική αιτιολογία τα σχετικά αιτήματα.
Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται αφενός να αναγνώσει την δημόσια διαθήκη στον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά την σύνταξή της και αφετέρου να περιλάβει σχετική βεβαίωση στο σώμα της διαθήκης. Η εν λόγω βεβαίωση δεν απαιτείται να γίνει με τρόπο πανηγυρικό ή με επανάληψη των λέξεων του νόμου, αλλ’ αρκεί να συνάγεται από το κείμενο της διαθήκης ότι τηρήθηκε η ως άνω διατύπωση. Οι διατάξεις των άρθρων 1718, 1719, 1720 και 1724 έως 1737 ΑΚ κατισχύουν ως ειδικές των συναφών διατάξεων του Κώδικα Συμβολαιογράφων.
Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης, διότι ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε την σχετική εξουσιοδότηση, αφού ο διορισμός συνηγόρου έγινε από τον Εισαγγελέα Εφετών, ο τελευταίος όμως εξουσιοδοτείται κατά νόμον να ενεργεί, εφόσον ζητείται ο σχετικός διορισμός συνηγόρου στους αιτούντες νομική βοήθεια κατηγορουμένους, μόνο στις περιπτώσεις της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Η γνωμοδότηση επιχειρεί να επιλύσει το ερμηνευτικό πρόβλημα των χρονικών ορίων της δικαστικής παραχώρησης της χρήσης της οικογενειακής στέγης. Υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο δεν δικαιούται να παραχωρήσει τη χρήση στον ένα σύζυγο για χρονικό διάστημα πέραν εκείνου της αμετάκλητης λύσης του γάμου με διαζύγιο· διαφορετικά θα παραβιάζει την διάταξη του άρθρου 1393 ΑΚ και η απόφασή του θα τυγχάνει αναιρετέα.
Κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, καθηγητή και πρώην πρύτανη του Α.Π.Θ., για διασπορά ψευδών ειδήσεων, πράξη συνιστάμενη σε ανάρτηση δημοσίευσης σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με περιεχόμενο που θέτει υπό αμφισβήτησιν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του δημόσιου συστήματος ελέγχου νόσησης από κορωνοϊό, λόγω (οιονεί) δεδικασμένου, αφού στο κατηγορητήριο δεν αναφέρονται νεότερα ουσιώδη ή άγνωστα πραγματικά περιστατικά.
Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία και διαδεδομένη στη θεωρία άποψη, η προβλεπόμενη στην ΑΚ 1471 § 1 στοιχ. 2 «συγκατάθεση» του τεκμαιρόμενου πατέρα, η οποία αποκλείει την προσβολή της πατρότητας, δεν ταυτίζεται με τη συναίνεση στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή της ΑΚ 1456. Στην παρούσα γνωμοδότηση η ως άνω άποψη αντικρούεται, με σειρά επιχειρημάτων αντλούμενων από τη νομοθετική ρύθμιση και τη συνολική σύλληψη της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στο ελληνικό δίκαιο μετά τον Ν. 3089/2002.
Η μη συναινετική αφαίρεση ή μη σκόπιμη καταστροφή του προφυλακτικού κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης από έναν εκ των συμμετεχόντων σε αυτήν, ενώ έχει χορηγηθεί συναίνεση αποκλειστικώς για συνεύρεση με προφυλακτικό (“stealthing” ή “stealth-breeding”), δεν εμπίπτει στην διάταξη του άρ. 336 παρ. 4 νΠΚ περί βιασμού.