Σε περίπτωση απώλειας του πρωτοτύπου της διαθήκης δεν υφίσταται δυνατότητα δημοσίευσης νομίμως επικυρωμένου αντιγράφου της ή απλής φωτοτυπίας αυτής. Αν δημοσιευθεί ανεπίτρεπτα φωτοτυπία διαθήκης, μπορεί να ζητηθεί από όποιον έχει έννομο συμφέρον η αναγνώριση της ακυρότητάς της, χωρίς τυχόν ένσταση του εναγομένου περί απώλειας του πρωτοτύπου να ασκεί επιρροή στην έκβαση της αναγνωριστικής δίκης.
Αυτουργοί ή συνεργοί των αδικημάτων τα οποία τυποποιούνται στον ΚΦΔ δύνανται να είναι μεταξύ άλλων και όσοι φέρουν την ιδιότητα του υποκρυπτόμενου εμπόρου (εν τοις πράγμασι διαχειριστή), μόνον εφόσον ασκούν εξουσίες και αρμοδιότητες που αρμόζουν σε πρόσωπο το οποίο κατέχει εξουσία εκπροσωπευτική ή διαχειριστική των εταιρικών υποθέσεων ή το οποίο, στην περίπτωση ατομικής επιχείρησης, λαμβάνει το σύνολο των αποφάσεων που την αφορούν.
Οι διεθνείς πράξεις, με τις οποίες ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος και αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία του, δεν περιέλαβαν και διατάξεις για τα εμπράγματα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει Έλληνες ιδιώτες επί των τέως Οθωμανικών γαιών (Δημόσια Κτήματα). Η αντιμετώπιση του θέματος αυτού αφέθηκε στον Έλληνα νομοθέτη, του οποίου όμως οι σχετικές ρυθμίσεις υπήρξαν όμως αποσπασματικές, και τη νομολογία των δικαστηρίων μας, η οποία απεδείχθη –ειδικά στο θέμα αυτό– ασταθής και ιστορικά ανακόλουθη. Συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι η μεγάλη αύξηση των διενέξεων –ιδίως πλαίσιο κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου– μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτών.
Στη μελέτη παρουσιάζονται μια σειρά από ζητήματα που συνοδεύουν τα γενετήσια εγκλήματα και σχετίζονται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας από τη νομολογία και το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας από το νομοθέτη.
Η έλλειψη θεσπισμένης αντικειμενικής ευθύνης για ζημιές που προκαλούνται από σύγχρονες πηγές κινδύνων (π.χ. ζημιές που σχετίζονται με τις εγκαταστάσεις παραγωγής ή διανομής ηλεκτρικής ενέργειας) οδηγεί σε μη ανεκτή από το δίκαιο αξιολογική αντινομία. Το υπάρχον ρυθμιστικό κενό καλύπτεται είτε με θετικοποίηση συναγόμενης επαγωγικά προστατευτικής αρχής ή με αναλογική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων (αναλογία δικαίου).
Ο χρόνος κράτησης υπολογίζεται ευεργετικά, μεταξύ άλλων, σε κρατούμενο με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, μόνον εφόσον το ποσοστό αυτό είναι αποτέλεσμα μίας και μόνης νόσου και όχι αθροίσματος περισσότερων παθήσεων. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η απόφαση για τον ευεργετικό υπολογισμό του χρόνου κράτησης αποτελεί επωφελή πράξη με την οποία χορηγούνται ορισμένα δικαιώματα στον κρατούμενο και δεν γίνεται να ανακληθεί για τον λόγο ότι δεν τηρήθηκε οίκοθεν η απαιτούμενη διαδικασία. Κατά την ίδια γνώμη δεν απαιτείται το προβλεπόμενο εκ του νόμου ποσοστό αναπηρίας να προέρχεται από μία μόνο πάθηση στο πρόσωπό του κρατουμένου.
Στην παρούσα μελέτη αναδεικνύονται, εν πρώτοις, τα δικαιοφιλοσοφικά θεμέλια της ανάγκης προστασίας του ασθενέστερου μέρους, με αναγωγή στις κεντρικές έννοιες της ιδιωτικής αυτονομίας, της ελευθερίας των συμβάσεων και των εγγενών ορίων αυτής, καθώς επίσης και του νομικού πατερναλισμού. Διαπιστώνεται ότι η όλη συζήτηση περί την ηλεκτρισμένη σχέση μεταξύ ιδιωτικής αυτονομίας και πατερναλισμού καταλήγει, εν τέλει, στο ερώτημα μέχρι ποίου σημείου επιτρέπεται μία έννομη τάξη να περιορίζει την ιδιωτική αυτονομία προς το συμφέρον του ιδίου του ατόμου που αναπτύσσει μία βλαπτική ή, έστω, κινδυνώδη για το ίδιο δραστηριότητα. Η μελέτη κλείνει με κάποιες καταληκτικές παρατηρήσεις, οι οποίες αφορμώνται από την παραδοχή ότι η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας διατηρεί μεν σήμερα την πρωτοκαθεδρία της, παράλληλα όμως πρέπει να ανέχεται ετερόνομες διορθωτικές παρεμβάσεις στις περιπτώσεις ιδίως εκείνες που η συμβατική ελευθερία εμφανίζεται, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, σημαντικά διαβρωμένη.