Αντικείμενο της μελέτης είναι το ζήτημα αν η προστασία του δικαιώματος κοινοχρησίας επί των κοινόχρηστων πραγμάτων, των οποίων η απαρίθμηση στην ΑΚ 967 είναι ενδεικτική, επιβάλλεται de lege lata να επεκταθεί και στη χρήση ζωτικής για τον σύγχρονο άνθρωπο σημασίας δικτύων παροχής (ενδεικτικά) ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας, πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών. Πρόκειται για ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα στην σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, του οποίου η ρύθμιση βρίσκεται στα όρια των πεδίων εφαρμογής του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου.
Στη γνωμοδότηση αναλύεται το ζήτημα, αν η εγγύηση που παρέχεται για την εξασφάλιση ορισμένης συμβατικής αξιώσεως δύναται να επεκταθεί, χωρίς ρητή προς την κατεύθυνση αυτή συμφωνία, και στις νόμιμες αξιώσεις του δανειστή, οι οποίες κατά περίπτωση γεννώνται συνεπεία της ακυρότητας της συμβάσεως, εφόσον στην πράξη αυτή λειτούργησε. Ο συγγραφέας δίδει αρνητική απάντηση.
Στην μελέτη εξετάζονται τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν στην κράτηση επί σκοπώ έκδοσης και δίνεται απάντηση σε ερωτήματα, όπως το ποιος είναι αρμόδιος για την κράτηση ή την αποφυλάκιση του εκζητουμένου κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας, το πόσο μπορεί να διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο η κράτηση, και το πότε είναι συμβατή η κράτηση με την συνταγματική προστασία της προσωπικής ελευθερίας και τις διεθνείς συνθήκες για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ιδίως το άρθρο 5 § 1 στοιχείο στ΄ της ΕΣΔΑ).
Στην μελέτη εξετάζεται η προστασία των δημοσιογράφων με την πνευματική ιδιοκτησία, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και τη συναφή νομολογία. Πέρα από τους κλασικούς κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, αναδεικνύονται και επίκαιρα θέματα, όπως η αποδελτίωση άρθρων του τύπου, η εξόρυξη κειμένων και δεδομένων, καθώς και η συλλογική διαχείριση του περιουσιακού τους δικαιώματος.
Ανώμαλη εξέλιξη μπορεί να γνωρίσει και η ενοχή που γεννάται από διοικητική σύμβαση. Ενόψει του ότι τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται ελλιπώς από το διοικητικό δίκαιο, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον το κενό ως προς τη ρύθμιση της ανώμαλης εξέλιξης μπορεί να πληρωθεί με την ανάλογη εφαρμογή του αντίστοιχου υποσυστήματος του Αστικού Κώδικα (άρθρα 335 επ., 374 επ. ΑΚ). Στην μελέτη καταδεικνύεται ότι οι ιδιαιτερότητες της διοικητικής σύμβασης δεν αποκλείουν την «προσαρμοσμένη» μεταφορά σ’ αυτήν ορισμένων κανόνων του ιδιωτικού δικαίου.
Στην μελέτη αναδεικνύεται η ειδική σημασία των αποδεικτικών απαγορεύσεων στο δικονομικό δίκαιο, παρουσιάζεται κριτικά η νομοθετική εξέλιξη του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη και διαπιστώνονται οι λόγοι της συστηματικά προβληματικής ρύθμισής τους.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, για την προβολή της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο απαιτείται προηγουμένως η επίκλησή της με ειδικό λόγο έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης. Στην μελέτη, η ορθότητα και η χρησιμότητα της εν λόγω νομολογιακής απαίτησης αξιολογούνται κριτικά υπό το πρίσμα τόσο του παλαιού ΚΠΔ, όσο και του νέου άρ. 502 παρ. 2 ΚΠΔ, με το οποίο καθιερώθηκε το καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης.
Η έννοια της γενετήσιας πράξης βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με δύο τάσεις διεύρυνσής της: η μία ακολουθείται από τη νομολογία, η οποία, εμμένουσα σταθερά στον παλιό ορισμό της ασελγούς πράξης, υπάγει στην έννοια ερωτικές πράξεις δυσανάλογης σημασίας και βαρύτητας· η άλλη υποστηρίζεται από μεγάλη μερίδα της θεωρίας, η οποία, συγχέοντας τη γενετήσια διέγερση με το κίνητρο που την προκαλεί, αρνείται το ηδονιστικό στοιχείο ως προϋπόθεση της γενετήσιας πράξης. Και οι δύο αυτές τάσεις, οι οποίες επικαλούνται την ανάγκη αυξημένης προστασίας της γενετήσιας αυτοδιάθεσης, δεν είναι ορθές.