Σύμφωνα με το άρθρο 458 ΑΚ, η εκχώρηση της απαίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη μεταβίβαση και των παρεπόμενων της απαίτησης δικαιωμάτων στον εκδοχέα. Η ευρεία προσφυγή στην πράξη σε μη παρεπόμενες εξασφαλίσεις έχει οδηγήσει στο ερώτημα, αν η ίδια αυτοδίκαιη συν-μεταβίβαση εφαρμόζεται ή πρέπει να εφαρμοστεί και σε αυτές τις μορφές εξασφάλισης. Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη. Ο συγγραφέας καταλήγει σε θέση αντίθετη προς την υιοθετούμενη από την νομολογία.
Καταδικάζεται ο πρώτος κατηγορούμενος για απάτη επί δικαστηρίω, επειδή κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας δεν προσκόμισε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (τιμολογίων) ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό να παραπλανήσει το δικαστήριο, ώστε να μην επιδικαστεί η νόμιμη αποζημίωση στον εγκαλούντα. Αθωώνεται η δεύτερη κατηγορουμένη για την ως άνω απάτη επί δικαστηρίω, διότι η παρουσία αυτής στην διοίκηση της εργοδότριας εταιρίας κατά την αστική δίκη ήταν τυπική και δεν αφορούσε την ουσιαστική διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, ενώ δεν είχε ούτε ενεργό συμμετοχή στην διατύπωση των θέσεων της εναγόμενης εταιρείας.
Εκχώρηση χρηματικής απαίτησης με σκοπό την ικανοποίηση αξίωσης του εκδοχέα έναντι του εκχωρητή που απορρέει από άλλη (διαφορετική από την αιτία της εκχώρησης) ενοχική σχέση. Αν συνάγεται ότι η εκχώρηση συντελέσθηκε αντί καταβολής, επέρχεται απόσβεση και των δύο ενοχικών σχέσεων που συνδέουν εκχωρητή και εκδοχέα. Διαφορετικά, η εκχώρηση ενεργεί χάριν καταβολής, με συνέπεια να αποσβήνεται η ενοχή-αιτία της εκχώρησης, όχι όμως και η αρχική ενοχή.
Όποιος ιδιοποιείται χωρίς σχετικό δικαίωμα τα κινητά πράγματα του κληρονομουμένου που απεβίωσε στην οικία του χωρίς την παρουσία τρίτων, αποστερώντας έτσι τους νόμιμους κληρονόμους από αυτά, διαπράττει υπεξαίρεση. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, αν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση μείζονος εννόμου συμφέροντος τρίτου στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άρσεως του τραπεζικού απορρήτου έναντι των κληρονόμων.
Ελευθέρωση του εγγυητή λόγω παραίτησης του δανειστή από ασφάλειες που είχαν δοθεί αποκλειστικά υπέρ της απαίτησης υπέρ της οποίας έχει δοθεί και η εγγύηση. Ελευθέρωση επέρχεται και σε περίπτωση παραίτησης του δανειστή από το δικαίωμά του για είσπραξη ασφαλίσματος. Η ως άνω παραίτηση μπορεί να συνάγεται από την παράλειψη είσπραξης του ασφαλίσματος λόγω αμέλειας.
Στην μελέτη επιχειρείται η προσέγγιση της προβληματικής μέσω της εξέτασης της λογικής έννοιας της διάζευξης και της ποινικής έννοιας της εναλλαξιμότητας των ποινικών κυρώσεων. Ακολούθως, εξετάζεται η εφαρμογή του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα ως λύση στο ερευνώμενο πρόβλημα και αναδεικνύονται οι αδυναμίες της κρατούσας άποψης. Τέλος, προτείνεται μια διαφοροποιημένη λύση αναλόγως αν οι διαζευκτικά επαπειλούμενες ποινές είναι ομοειδείς ή ετεροειδείς.
Στην μελέτη αναλύεται η έννοια του κατόχου που έχει δυνατότητα να ικανοποιήσει τον δανειστή και να υποκατασταθεί ακολούθως αυτοδικαίως στα δικαιώματα αυτού έναντι του οφειλέτη (AK 319). Προκειμένου να καταδειχθούν οι αδυναμίες της λύσης που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος με την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση της Ολομελείας του έκρινε ότι νομιμοποιούμενοι σε προσφορά και υποκατάσταση είναι και οι μη δικαιωματικοί κάτοχοι του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος, επιστρατεύονται μεθοδολογικά, συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της εξ υποκαταστάσεως αναγωγικής αξίωσης του εκπληρώσαντος τρίτου.