Γίνονται δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της παράνομης πρόσβασης ή επεξεργασίας ή κοινολόγησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αφού α) ο πρώτος κατηγορούμενος απέκτησε πρόσβαση στο έγγραφο (εισαγγελική πρόταση) που περιείχε προσωπικά δεδομένα τρίτου έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον ως διάδικος (εγκαλών), και β) ο δεύτερος κατηγορούμενος έλαβε στην κατοχή του το ίδιο έγγραφο νομίμως από τον πρώτο κατηγορούμενο.
Στην μελέτη γίνεται μια προσπάθεια αποτύπωσης της νομοθετικής εξέλιξης του Αστικού Δικαίου από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 μέχρι τη θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα. Γίνεται κατανομή της σχετικής νομοθετικής παραγωγής σε τρεις περιόδους και αναδεικνύονται τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε περιόδου. Η μελέτη ολοκληρώνεται με συμπερασματικές παρατηρήσεις, στις οποίες αποτιμάται η μακρά πορεία (εκατό και πλέον ετών) του νομοθετικού έργου που οδήγησε στη σύνταξη του Αστικού Κώδικα.
Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, εξαιτίας της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διασυνοριακής συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις, μπορεί, αναντίρρητα, να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη επιτυχία το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά με διεθνείς διαστάσεις σε σχέση με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.
Στο πλαίσιο κυμαινόμενης ασφάλειας ο ασφαλειοδότης υποχρεούται να αντικαθιστά τα τυχόν εκποιηθέντα πράγματα της ομάδας με άλλα ανάλογης αξίας και να αποστέλλει κάθε τρίμηνο συνοπτική κατάσταση των αντικειμένων της υπέγγυας ομάδας και των μεταβολών της. Σε περίπτωση παραβίασης της ως άνω υποχρέωσης αναπλήρωσης ο ασφαλειοδότης ευθύνεται σε άρση της επιβλαβούς παράλειψής του.
Απειλή εις βάρος συζύγου. Από την λύση του γάμου αίρεται η γαμική σχέση για το μέλλον, με συνέπεια να παύει η ιδιότητα του συζύγου και να μην βρίσκει πεδίο εφαρμογής η διάταξη του άρ. 333 παρ. 2 εδ. β΄ ΠΚ, αλλά αυτή της παρ. 1 του ίδιου άρθρου.
Αντικείμενο της μελέτης είναι το ζήτημα αν η προστασία του δικαιώματος κοινοχρησίας επί των κοινόχρηστων πραγμάτων, των οποίων η απαρίθμηση στην ΑΚ 967 είναι ενδεικτική, επιβάλλεται de lege lata να επεκταθεί και στη χρήση ζωτικής για τον σύγχρονο άνθρωπο σημασίας δικτύων παροχής (ενδεικτικά) ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας, πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών. Πρόκειται για ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα στην σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, του οποίου η ρύθμιση βρίσκεται στα όρια των πεδίων εφαρμογής του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου.