Με την έκδοση της ποινικής διαταγής από δικαστή σε δημόσια συνεδρίαση και την εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εφόσον τούτο το ζητήσει ο κατηγορούμενος με την υποβολή των αντιρρήσεων, διασφαλίζεται η συνταγματικότητα του νέου θεσμού, του οποίου η μη αντίθεση στην ΕΣΔΑ και στο ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται και από την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Oι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα δεν εφαρμόζονται αναλογικά σε ετερόφυλα ζεύγη που συμβιώνουν σε καθεστώς ελεύθερης ένωσης. Στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να εφαρμοστούν ευθέως οι διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους. Δεν γεννάται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού για τις ανταλλασσόμενες μεταξύ των συντρόφων καθημερινές παροχές, οι οποίες με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προσφέρονται από ελευθεριότητα. Ως προς περιουσιακές επιδόσεις μεγάλης αξίας, ωστόσο, θεμελιώνεται αξίωση εκ των άρθρων 904 επ. ΑΚ, εφόσον αποδειχθεί ότι αυτές έλαβαν χώρα στο πλαίσιο ενός δημιουργηθέντος “συνδέσμου εμπιστοσύνης”, ο οποίος εν συνεχεία ανατράπηκε.
Η κοστοστρέφεια δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε συμβάσεις σταθερού τιμολογίου προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, γιατί θα συνιστούσε κεκαλυμμένη και αόριστη ρήτρα αναπροσαρμογής, που αντιβαίνει στην αρχή της απλότητας και της διαφάνειας της πληροφόρησης σχετικά με τις χρεώσεις. Η κοστοστρέφεια δεν μεταθέτει τον κίνδυνο της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών στον πελάτη. Επί απρόοπτης μεταβολής μόνη νόμιμη οδός είναι η δικαστική αναπροσαρμογή της σύμβασης είτε κατ’ ΑΚ 288 είτε κατ’ ΑΚ 388.
Κρίνεται ότι η Εισαγγελεύς δεν πρέπει να απέχει των καθηκόντων της ελλείψει σοβαρού λόγου εξαίρεσης στο πρόσωπό της, επειδή α) τέτοιον λόγο δεν αποτελεί η προηγούμενη δυσμενής για τον διάδικο διάταξή της, β) δεν προκύπτει ότι ο διάδικος κατέθεσε μήνυση εις βάρος της, και γ) οι δηλώσεις του τελευταίου περί παράνομης συμπεριφοράς της Εισαγγελέως είναι καταφανώς αόριστες και δεν σχετίζονται με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Η διάταξη του άρθρου 35 του Ν. 4786/2021 (σύμφωνα με την οποία: «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα …, ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομία») είναι γνήσια ερμηνευτική ως αίρουσα νομολογιακή διχογνωμία· ως εκ τούτου αναπτύσσει αναδρομική ισχύ.
Ποια είναι η φύση της δήλωσης του άρ. 344 ΠΚ του θύματος βιασμού περί σοβαρού ψυχικού τραυματισμού του. Η δήλωση δεν είναι δεσμευτική. Παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικαστεί για βιασμό, επειδή προκύπτει ότι, ασκώντας σωματική βία, εξανάγκασε την παθούσα σε συνουσία, σε χρόνο κατά τον οποίο η ίδια είχε εκφράσει ρητώς και εμπράκτως την αντίθετη βούλησή της, και επειδή ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί η προηγηθείσα γενικότερη συναίνεση της παθούσας για ερωτική συνεύρεση με τον κατηγορούμενο ή η προηγηθείσα συνουσία μεταξύ τους, ενόψει της μεταγενέστερης ρητής εναντίωσής της στην δεύτερη πράξη συνουσίας. Κατά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, ο κατηγορούμενος πρέπει να απαλλαγεί από την κατηγορία περί βιασμού, επειδή η παθούσα, που αρχικώς είχε συναινέσει στην ερωτική συνεύρεση, όταν αργότερα θεώρησε ότι η συνουσία είχε γίνει χωρίς την συναίνεσή της και κατήγγειλε τον κατηγορούμενο, δεν ήταν σε κατάσταση πλήρους συνείδησης και αντιληπτικής ικανότητας.
Κηρύσσεται απαράδεκτη η δήλωση των μηνυτριών για παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, επειδή, καίτοι αυτές δήλωσαν ότι παρίστανται ατομικώς ως συγκληρονόμοι, εφόσον η κληρονομιαία περιουσία περιορίζεται σε αυτή των πλοιοκτητριών και της διαχειρίστριας ναυτιλιακών εταιρειών και δεν επεκτείνεται σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, η ζημία των μηνυτριών είναι μόνον έμμεση εκ της μετοχικής τους ιδιότητας στις εταιρείες αυτές.
Εάν δεν προκύπτει ότι ορισμένη σύμβαση έχει διαμορφωθεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, πρόσωπο εκτός των συμβαλλομένων δικαιούται να απαιτήσει την οφειλόμενη παροχή μόνο κατόπιν εκχωρήσεως της σχετικής απαίτησης. Η σύμβαση υπέρ τρίτου είναι κατ’ αρχήν αιτιώδης, δεν αποκλείεται όμως να προσλάβει και την μορφή αφηρημένης υπόσχεσης.