Στην μελέτη γίνεται μια προσπάθεια αποτύπωσης της νομοθετικής εξέλιξης του Αστικού Δικαίου από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 μέχρι τη θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα. Γίνεται κατανομή της σχετικής νομοθετικής παραγωγής σε τρεις περιόδους και αναδεικνύονται τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε περιόδου. Η μελέτη ολοκληρώνεται με συμπερασματικές παρατηρήσεις, στις οποίες αποτιμάται η μακρά πορεία (εκατό και πλέον ετών) του νομοθετικού έργου που οδήγησε στη σύνταξη του Αστικού Κώδικα.
Στο πλαίσιο κυμαινόμενης ασφάλειας ο ασφαλειοδότης υποχρεούται να αντικαθιστά τα τυχόν εκποιηθέντα πράγματα της ομάδας με άλλα ανάλογης αξίας και να αποστέλλει κάθε τρίμηνο συνοπτική κατάσταση των αντικειμένων της υπέγγυας ομάδας και των μεταβολών της. Σε περίπτωση παραβίασης της ως άνω υποχρέωσης αναπλήρωσης ο ασφαλειοδότης ευθύνεται σε άρση της επιβλαβούς παράλειψής του.
Αντικείμενο της μελέτης είναι το ζήτημα αν η προστασία του δικαιώματος κοινοχρησίας επί των κοινόχρηστων πραγμάτων, των οποίων η απαρίθμηση στην ΑΚ 967 είναι ενδεικτική, επιβάλλεται de lege lata να επεκταθεί και στη χρήση ζωτικής για τον σύγχρονο άνθρωπο σημασίας δικτύων παροχής (ενδεικτικά) ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας, πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών. Πρόκειται για ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα στην σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, του οποίου η ρύθμιση βρίσκεται στα όρια των πεδίων εφαρμογής του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου.
Ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 3-4 της Οδηγίας 98/71/ΕΚ. Η συνδρομή της προβλεπόμενης στις ως άνω διατάξεις προϋπόθεσης, να είναι «ορατό» ένα σχέδιο ή υπόδειγμα που εφαρμόζεται ή ενσωματώνεται σε συστατικό σύνθετου προϊόντος, πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της συνήθους χρήσεως του σύνθετου προϊόντος.
Αποκλειστική, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των ιδρυτών για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις που αυτοί ενήργησαν στο όνομα της εταιρείας κατά το ιδρυτικό και προϊδρυτικό στάδιο αυτής· παθητική νομιμοποίηση των ιδρυτών σε αγωγή ασκηθείσα λόγω μη εκπλήρωσης των αναληφθεισών υποχρεώσεων.
Για την θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης αρκεί η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος να αποτελεί έναν από τους παραγωγικούς όρους του ζημιογόνου αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο το τελευταίο δεν θα επερχόταν. Είναι αδιάφορο αν στην πρόκληση της ζημίας συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά πραγματογνώμονα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.