Το παρόν άρθρο αφορά τη σχέση μεταξύ εγκληματολογίας και ιδεολογίας. Ειδικότερα εξετάζει την αντιμετώπιση της αστυνομίας (ως φορέα κοινωνικού ελέγχου) από εκείνο το θεωρητικό ρεύμα, το οποίο προσέδωσε στην εγκληματολογία έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα, καθώς και τις συνέπειες αυτής της αντιμετώπισης.
H Κοινωνική Δικαιοσύνη αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, τη σύγχρονη μεγάλη πρόκληση στον χώρο της αντεγκληματικής πολιτικής. Έχοντας ως βασικούς πυλώνες τις έννοιες και τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αξιοκρατικής ακριβοδικίας, η Κοινωνική Δικαιοσύνη επιτελεί αντίστοιχα διττό έργο, δηλ. δημιουργεί προϋποθέσεις: (α) για την ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων που θεωρούνται απαραίτητα προς αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών μέσα σ’ ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος και, (β) για τη διασφάλιση των ευκαιριών εκείνων, που είναι αναγκαίες προς ανάδειξη και επιτυχή σταδιοδρομία όσων έχουν ικανότητες και προσόντα για κάτι τέτοιο. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτή τη λειτουργία, η Κοινωνική Δικαιοσύνη μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ως νέο πρότυπο αντεγκληματικής πολιτικής.
Στη μελέτη προτείνεται ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού συστήματος ποινών στη βάση της ανάλογης προς τη βαρύτητα του εγκλήματος –του αδίκου και της ενοχής– πρόβλεψης και επιβολής ποινών. Παράλληλα επιχειρείται η ενίσχυση της συνοχής ανάμεσα στις προβλεπόμενες, τις επιβαλλόμενες και τις εκτιόμενες ποινές. Τέλος, αναδεικνύεται η ανάγκη συμμετοχής της εγκληματολογίας και της σωφρονιστικής πολιτικής σε ένα ευρύτερο αναθεωρητικό εγχείρημα.