Το αδίκημα της διατάραξης των συγκοινωνιών εξ αμελείας είναι δυνατόν να συρρέει πραγματικά με την πράξη της σωματικής βλάβης εξ αμελείας ή της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, της τελευταίας μη απορροφωμένης από την πρώτη. Όταν η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την θεμελίωση της ανθρωποκτονίας διά παραλείψεως εξ αμελείας απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρ. 15 ΠΚ. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση επί συνδρομής ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης.
Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία όσον αφορά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας του άρ. 337 παρ. 3. Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου ο αναιρεσείων, ο οποίος, καίτοι γνώριζε ότι η ανήλικη ήταν νεότερη των 15 ετών, επικοινωνούσε συνεχώς μαζί της μέσω του facebook, συναντήθηκε μαζί της και αντάλλαξαν ερωτικά φιλιά, και στην συνέχεια μέσω του facebook τής έστελνε μηνύματα και φωτογραφία των γεννητικών του οργάνων, απαιτώντας από αυτήν να προβεί μαζί του σε γενετήσιες πράξεις.
Στον δόλο του δράστη του αδικήματος της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής περιλαμβάνεται και η γνώση της υποχρέωσης αυτής βάσει εκδοθείσας δικαστικής απόφασης, χωρίς να απαιτείται τυπική επίδοση της απόφασης σε αυτόν. Απορρίπτεται ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι δεν είχε λάβει γνώση της μεταρρυθμιστικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, επειδή προκύπτει ότι η ίδια συμμετείχε στην δίκη αυτήν με αίτησή της, και πάντως δεν απαιτείται η τυπική επίδοση της απόφασης σε αυτήν. Εν μέρει αντίθετη εισαγγελική πρόταση.
Παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για τα αδικήματα της κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη (άρ. 338 παρ. 1 ΠΚ) και της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρ. 337 παρ. 1 ΠΚ), επειδή προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι α) προέβη, καταχρώμενος την ελαφρά νοητική καθυστέρηση του ανήλικου παθόντος, σε θωπείες των γεννητικών του οργάνων εξωτερικώς των ενδυμάτων του, και β) απηύθυνε προτάσεις προς τον ανήλικο που αφορούν σε γενετήσιες πράξεις, ζητώντας από τον τελευταίο να του θωπεύσει τα οπίσθια και να του επιδείξει τα γεννητικά του όργανα. Κατά την εν μέρει αντίθετη εισαγγελική πρόταση, οι πράξεις του κατηγορουμένου που συνίσταντο σε θωπείες του γενετικού οργάνου του ανήλικου παθόντος εξωτερικά των ρούχων του δεν στοιχειοθετούν το κακούργημα της κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, αλλά το ηπιότερο έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Ο κρατούμενος πληροί τις τυπικές (κατ’ άρ. 105Β ΠΚ) και τις ουσιαστικές (κατ’ άρ. 106 ΠΚ) προϋποθέσεις για την χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης, επειδή η συνέχιση της κράτησής του δεν κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση: Προτείνεται να απορριφθεί η αίτηση του κρατουμένου για απόλυση υπό όρο, επειδή εκτιμάται ότι ο έλεγχος του κρατουμένου από τις αρμόδιες αρχές για την αποτροπή του από την τέλεση εγκληματικών πράξεων στο μέλλον θα είναι εξαιρετικά δυσχερής, ενόψει του ότι δεν προσκόμισε έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η σύνδεσή του με την κατοικία στην Αθήνα στην οποία δήλωσε ότι θα διαμένει.
Στην μελέτη εξετάζονται τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν στην κράτηση επί σκοπώ έκδοσης και δίνεται απάντηση σε ερωτήματα, όπως το ποιος είναι αρμόδιος για την κράτηση ή την αποφυλάκιση του εκζητουμένου κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας, το πόσο μπορεί να διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο η κράτηση, και το πότε είναι συμβατή η κράτηση με την συνταγματική προστασία της προσωπικής ελευθερίας και τις διεθνείς συνθήκες για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ιδίως το άρθρο 5 § 1 στοιχείο στ΄ της ΕΣΔΑ).
Υπό την ισχύ του πΠΚ, και πριν από την αντικατάσταση του άρ. 286 με το άρ. 20 παρ. 4 του Ν. 2331/1995, ο χρόνος παραγραφής όλων των παραλλαγών του αδικήματος της παραβίασης κανόνων οικοδομικής άρχιζε από τον χρόνο τέλεσης της πράξης, δηλαδή από τον χρόνο ενέργειας του δράστη. Παύει οριστικά η ποινική δίωξη εις βάρος των κατηγορουμένων για παραβίαση κανόνων οικοδομικής που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ανθρώπου, λόγω παραγραφής της πράξης, εφόσον έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας από τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, ο οποίος είναι, κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διάταξη του πΠΚ, εκείνος της ενέργειας του δράστη και όχι της επέλευσης του αποτελέσματος.