Με την έκδοση της ποινικής διαταγής από δικαστή σε δημόσια συνεδρίαση και την εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εφόσον τούτο το ζητήσει ο κατηγορούμενος με την υποβολή των αντιρρήσεων, διασφαλίζεται η συνταγματικότητα του νέου θεσμού, του οποίου η μη αντίθεση στην ΕΣΔΑ και στο ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται και από την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κρίνεται ότι η Εισαγγελεύς δεν πρέπει να απέχει των καθηκόντων της ελλείψει σοβαρού λόγου εξαίρεσης στο πρόσωπό της, επειδή α) τέτοιον λόγο δεν αποτελεί η προηγούμενη δυσμενής για τον διάδικο διάταξή της, β) δεν προκύπτει ότι ο διάδικος κατέθεσε μήνυση εις βάρος της, και γ) οι δηλώσεις του τελευταίου περί παράνομης συμπεριφοράς της Εισαγγελέως είναι καταφανώς αόριστες και δεν σχετίζονται με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Η μελέτη πραγματεύεται την ποινικοποίηση της χρήσης των εθνικοσοσιαλιστικών συμβόλων. Εξετάζεται εάν η χρήση εθνικοσοσιαλιστικών συμβόλων αποτελεί δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους (ν. 4285/2014). Ακολούθως, αναλύεται το έννομο αγαθό στην προστασία του οποίου αποσκοπεί ο ποινικός κολασμός της χρήσης εθνικοσοσιαλιστικών συμβόλων. Τέλος, αναπτύσσεται η θέση της γράφουσας σύμφωνα με την οποία η χρήση ενός εθνικοσοσιαλιστικού συμβόλου, ταυτισμένου με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, προσβάλλει το αίσθημα ασφαλείας μειονοτήτων.
Ποια είναι η φύση της δήλωσης του άρ. 344 ΠΚ του θύματος βιασμού περί σοβαρού ψυχικού τραυματισμού του. Η δήλωση δεν είναι δεσμευτική. Παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικαστεί για βιασμό, επειδή προκύπτει ότι, ασκώντας σωματική βία, εξανάγκασε την παθούσα σε συνουσία, σε χρόνο κατά τον οποίο η ίδια είχε εκφράσει ρητώς και εμπράκτως την αντίθετη βούλησή της, και επειδή ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί η προηγηθείσα γενικότερη συναίνεση της παθούσας για ερωτική συνεύρεση με τον κατηγορούμενο ή η προηγηθείσα συνουσία μεταξύ τους, ενόψει της μεταγενέστερης ρητής εναντίωσής της στην δεύτερη πράξη συνουσίας. Κατά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, ο κατηγορούμενος πρέπει να απαλλαγεί από την κατηγορία περί βιασμού, επειδή η παθούσα, που αρχικώς είχε συναινέσει στην ερωτική συνεύρεση, όταν αργότερα θεώρησε ότι η συνουσία είχε γίνει χωρίς την συναίνεσή της και κατήγγειλε τον κατηγορούμενο, δεν ήταν σε κατάσταση πλήρους συνείδησης και αντιληπτικής ικανότητας.
Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζεται κριτικά η εξέλιξη του ελληνικού συστήματος ποινών από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έως σήμερα. Κατά την περίοδο από το 1990 ώς τον ΠΚ 2019 η λογική της νομοθέτησης χαρακτηρίζεται από το παράδειγμα της εργαλειοποίησης του περί ποινών τμήματος του ΠΚ για την αντιμετώπιση των ενδοσυστημικών προβλημάτων του σωφρονιστικού συστήματος. Ο ΠΚ 2019 απέβλεπε στον εκσυγχρονισμό του συστήματος ποινών στη βάση του ευρωπαϊκού παραδείγματος. Άσκησε όμως μικρή επίδραση. Οι πολυάριθμες τροποποιήσεις που ακολούθησαν εισήγαγαν στην ελληνική ποινική νομοθεσία ένα τρίτο παράδειγμα αχρήστευσης και τιμωρητικότητας, το οποίο, σε αντίθεση με τους κώδικες του 1950 και του 2019, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με το ανθρωπιστικό φιλελεύθερο ιδεώδες όσο και με τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του.
Κηρύσσεται απαράδεκτη η δήλωση των μηνυτριών για παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, επειδή, καίτοι αυτές δήλωσαν ότι παρίστανται ατομικώς ως συγκληρονόμοι, εφόσον η κληρονομιαία περιουσία περιορίζεται σε αυτή των πλοιοκτητριών και της διαχειρίστριας ναυτιλιακών εταιρειών και δεν επεκτείνεται σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, η ζημία των μηνυτριών είναι μόνον έμμεση εκ της μετοχικής τους ιδιότητας στις εταιρείες αυτές.
Στο παρόν, δεύτερο μέρος ολοκληρώνεται η εξέταση των ζητημάτων που αφορούν στην κράτηση επί σκοπώ έκδοσης και συνοψίζονται τα σχετικά συμπεράσματα. Ακολουθεί η ανάλυση των θεμάτων που αφορούν στην κράτηση ενόψει εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Η μελέτη κλείνει με ορισμένες γενικές παρατηρήσεις για την ανάγκη αναθεώρησης των υφιστάμενων νομολογιακών πρακτικών και βελτίωσης του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και στη χώρα μας ενός αυτοτελούς «Κώδικα Έκδοσης και Δικαστικής Συνδρομής».