Η εισαγωγή ρητής διάταξης (άρ. 67 παρ. 4 του Ν. 4174/2013) η οποία προβλέπει την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που εν τοις πράγμασιν ασκούν την διαχείριση νομικών προσώπων, σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα φοροδιαφυγής, είχε ως στόχο να αποσαφηνιστεί ότι ο νομοθετικός σκοπός και υπό το προηγούμενο καθεστώς (του Ν. 2523/1997) ήταν να έχει ποινική ευθύνη ο εν τοις πράγμασι διαχειριστής.
Ως προς την συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης χειραγώγησης της αγοράς στη βασική της μορφή, εφαρμοστέα, ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, είναι η διάταξη του άρ. 31 του Ν. 4443/2016, ενώ ως προς την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρ. 30 του Ν. 3340/2005.
Όποιος ιδιοποιείται χωρίς σχετικό δικαίωμα τα κινητά πράγματα του κληρονομουμένου που απεβίωσε στην οικία του χωρίς την παρουσία τρίτων, αποστερώντας έτσι τους νόμιμους κληρονόμους από αυτά, διαπράττει υπεξαίρεση. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, αν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση μείζονος εννόμου συμφέροντος τρίτου στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άρσεως του τραπεζικού απορρήτου έναντι των κληρονόμων.
Μέρος των πρακτικών της καταδικαστικής απόφασης δύναται να χαρακτηριστεί ως χωρίο ουσιώδους εγγράφου που χρήζει μετάφρασης, αν η απόφαση παρέπεμψε στο περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης. Με τις διατάξεις σχετικά με το έγκλημα της δωροληψίας και της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα προστατεύονται υπερατομικά έννομα αγαθά ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος και όχι αγαθά σχετικά με την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Για τα εγκλήματα αυτά δεν παρέχεται νόμιμο έρεισμα προς παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας. Η ρύθμιση για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αποσκοπεί στην προστασία υπερατομικών εννόμων αγαθών και αφορά στην απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, με την πράξη της νομιμοποίησης είναι δυνατόν να συμπροσβάλλονται ιδιωτικά έννομα αγαθά, και δη του αμέσως ζημιωθέντος από το βασικό έγκλημα, αν η αρχική προσβολή με το βασικό έγκλημα εμβαθύνεται με την μετέπειτα πράξη της νομιμοποίησης, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το βασικό αδίκημα στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων. Η απολογία του κατηγορουμένου που δόθηκε σε αλλοδαπή δικαστική αρχή στο πλαίσιο εξέτασης συναφών εγκλημάτων δεν δύναται να αναγνωστεί ολόκληρη, διότι με τον τρόπο αυτόν προσβάλλεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου.
Η πράξη της προμήθειας κρατουμένου σε κατάστημα κράτησης με κινητό τηλέφωνο έχει καταστεί ανέγκλητη με τον νΠΚ. Με την πράξη αυτή δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της εισαγωγής όπλων και αντικειμένων στην φυλακή, καθότι το κινητό τηλέφωνο δεν συνιστά όπλο ούτε αντικείμενο με το οποίο μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη.
Αυτουργοί ή συνεργοί των αδικημάτων τα οποία τυποποιούνται στον ΚΦΔ δύνανται να είναι μεταξύ άλλων και όσοι φέρουν την ιδιότητα του υποκρυπτόμενου εμπόρου (εν τοις πράγμασι διαχειριστή), μόνον εφόσον ασκούν εξουσίες και αρμοδιότητες που αρμόζουν σε πρόσωπο το οποίο κατέχει εξουσία εκπροσωπευτική ή διαχειριστική των εταιρικών υποθέσεων ή το οποίο, στην περίπτωση ατομικής επιχείρησης, λαμβάνει το σύνολο των αποφάσεων που την αφορούν.
Για την εφαρμογή της διάταξης του άρ. 463 παρ. 4 νΠΚ ενδιαφέρει αποκλειστικώς αν η μόνη προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή είναι αυτή της ισόβιας κάθειρξης και όχι διαζευκτικά και κάποια άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται και χρηματική ποινή. Για το έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος του δράστη άνω των 75.000 ευρώ (άρ. 23 παρ. 2 εδ. α΄ του Ν. 4139/2013) απειλείται, μετά την εφαρμογή του άρ. 463 παρ. 4 νΠΚ, διαζευκτικώς, εκτός από την στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.
Με τον Ν. 4689/2020, ο οποίος ενσωμάτωσε σχετική ενωσιακή Οδηγία, αντικαταστάθηκε η ρύθμιση για το έγκλημα της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ίσχυε με τον Ν. 2803/2000 (κυρωτικό της Σύμβασης PIF). Στον Ν. 4689/2020 τα τέσσερα σχετικά με την απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. αδικήματα περιέχουν ρήτρα επικουρικότητας, επομένως υπερισχύουν έναντι αυτών οι διατάξεις των άρ. 386, 386Α και 386Β ΠΚ, επειδή προβλέπουν εν γένει βαρύτερη ποινή, εφόσον σε αυτά απειλείται σωρευτικώς με την ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή. Αχρεώστητη είσπραξη συνιστά η λήψη ενός μη οφειλόμενου ποσού, ως άμεσο επακόλουθο προδήλως πεπλανημένης περιουσιακής διάθεσης· αχρεώστητη παρακράτηση συνιστά η μη απόδοση ενός ήδη κατ’ αρχήν νομίμως εισπραχθέντος ποσού· η παρακράτηση αντιδιαστέλλεται από την ιδιοποίηση κατά το ότι ο παρακρατών δεν είναι απλώς κάτοχος, αλλά κύριος του αντικειμένου. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου.