Για την θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης αρκεί η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος να αποτελεί έναν από τους παραγωγικούς όρους του ζημιογόνου αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο το τελευταίο δεν θα επερχόταν. Είναι αδιάφορο αν στην πρόκληση της ζημίας συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά πραγματογνώμονα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Στη γνωμοδότηση αναλύεται το ζήτημα, αν η εγγύηση που παρέχεται για την εξασφάλιση ορισμένης συμβατικής αξιώσεως δύναται να επεκταθεί, χωρίς ρητή προς την κατεύθυνση αυτή συμφωνία, και στις νόμιμες αξιώσεις του δανειστή, οι οποίες κατά περίπτωση γεννώνται συνεπεία της ακυρότητας της συμβάσεως, εφόσον στην πράξη αυτή λειτούργησε. Ο συγγραφέας δίδει αρνητική απάντηση.
Ανώμαλη εξέλιξη μπορεί να γνωρίσει και η ενοχή που γεννάται από διοικητική σύμβαση. Ενόψει του ότι τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται ελλιπώς από το διοικητικό δίκαιο, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον το κενό ως προς τη ρύθμιση της ανώμαλης εξέλιξης μπορεί να πληρωθεί με την ανάλογη εφαρμογή του αντίστοιχου υποσυστήματος του Αστικού Κώδικα (άρθρα 335 επ., 374 επ. ΑΚ). Στην μελέτη καταδεικνύεται ότι οι ιδιαιτερότητες της διοικητικής σύμβασης δεν αποκλείουν την «προσαρμοσμένη» μεταφορά σ’ αυτήν ορισμένων κανόνων του ιδιωτικού δικαίου.
Έννομες συνέπειες της ενεχύρασης απαίτησης κατά το ν.δ. της 17.7./13.8.1923. Ο ενεχυρούχος δανειστής-εκδοχέας υποχρεούται να διαφυλάσσει την ενεχυρασθείσα απαίτηση του ενεχυραστή κατά του τρίτου, ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωσή της, ευθυνόμενος διαφορετικά έναντι του ενεχυραστή σε αποζημίωση.
Απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ συνιστά και η συναινετική προσημείωση υποθήκης που παραχωρείται από τον οφειλέτη προς τρίτον δανειστή του, ο οποίος τελεί σε γνώση ότι η εν λόγω παραχώρηση βλάπτει τα συμφέροντα άλλων δανειστών του οφειλέτη. Η συναινετική προσημείωση υποθήκης, όταν συνιστά προσπάθεια εξεύρεσης μέσων προς πληρωμή ληξιπρόθεσμου χρέους, εξομοιώνεται με δόση αντί καταβολής, αποτελεί δηλαδή απαλλοτρίωση.
Σύμφωνα με το άρθρο 458 ΑΚ, η εκχώρηση της απαίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη μεταβίβαση και των παρεπόμενων της απαίτησης δικαιωμάτων στον εκδοχέα. Η ευρεία προσφυγή στην πράξη σε μη παρεπόμενες εξασφαλίσεις έχει οδηγήσει στο ερώτημα, αν η ίδια αυτοδίκαιη συν-μεταβίβαση εφαρμόζεται ή πρέπει να εφαρμοστεί και σε αυτές τις μορφές εξασφάλισης. Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη. Ο συγγραφέας καταλήγει σε θέση αντίθετη προς την υιοθετούμενη από την νομολογία.
Εκχώρηση χρηματικής απαίτησης με σκοπό την ικανοποίηση αξίωσης του εκδοχέα έναντι του εκχωρητή που απορρέει από άλλη (διαφορετική από την αιτία της εκχώρησης) ενοχική σχέση. Αν συνάγεται ότι η εκχώρηση συντελέσθηκε αντί καταβολής, επέρχεται απόσβεση και των δύο ενοχικών σχέσεων που συνδέουν εκχωρητή και εκδοχέα. Διαφορετικά, η εκχώρηση ενεργεί χάριν καταβολής, με συνέπεια να αποσβήνεται η ενοχή-αιτία της εκχώρησης, όχι όμως και η αρχική ενοχή.
Στην μελέτη αναλύεται η έννοια του κατόχου που έχει δυνατότητα να ικανοποιήσει τον δανειστή και να υποκατασταθεί ακολούθως αυτοδικαίως στα δικαιώματα αυτού έναντι του οφειλέτη (AK 319). Προκειμένου να καταδειχθούν οι αδυναμίες της λύσης που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος με την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση της Ολομελείας του έκρινε ότι νομιμοποιούμενοι σε προσφορά και υποκατάσταση είναι και οι μη δικαιωματικοί κάτοχοι του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος, επιστρατεύονται μεθοδολογικά, συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της εξ υποκαταστάσεως αναγωγικής αξίωσης του εκπληρώσαντος τρίτου.