Εκχώρηση χρηματικής απαίτησης με σκοπό την ικανοποίηση αξίωσης του εκδοχέα έναντι του εκχωρητή που απορρέει από άλλη (διαφορετική από την αιτία της εκχώρησης) ενοχική σχέση. Αν συνάγεται ότι η εκχώρηση συντελέσθηκε αντί καταβολής, επέρχεται απόσβεση και των δύο ενοχικών σχέσεων που συνδέουν εκχωρητή και εκδοχέα. Διαφορετικά, η εκχώρηση ενεργεί χάριν καταβολής, με συνέπεια να αποσβήνεται η ενοχή-αιτία της εκχώρησης, όχι όμως και η αρχική ενοχή.
Στην μελέτη αναλύεται η έννοια του κατόχου που έχει δυνατότητα να ικανοποιήσει τον δανειστή και να υποκατασταθεί ακολούθως αυτοδικαίως στα δικαιώματα αυτού έναντι του οφειλέτη (AK 319). Προκειμένου να καταδειχθούν οι αδυναμίες της λύσης που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος με την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση της Ολομελείας του έκρινε ότι νομιμοποιούμενοι σε προσφορά και υποκατάσταση είναι και οι μη δικαιωματικοί κάτοχοι του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος, επιστρατεύονται μεθοδολογικά, συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της εξ υποκαταστάσεως αναγωγικής αξίωσης του εκπληρώσαντος τρίτου.
Ενόψει της φύσης της εγγύησης ως ιδιαίτερα κινδυνώδους συναλλαγής απασχολεί από καιρό τη θεωρία και τη νομολογία το ζήτημα, κατά πόσο μπορεί να γεννηθούν στο πρόσωπο του δανειστή υποχρεώσεις πρόνοιας, όπως διαφώτισης και ενημέρωσης του εγγυητή, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, μετά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης και ιδίως κατά την επιδίωξη είσπραξης της κύριας οφειλής. Την προβληματική αυτή έχει ως αντικείμενο η μελέτη.
Απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των οφειλόμενων αποδοχών όταν αυτός εύλογα θεωρεί ότι δεν υφίσταται υποχρέωσή του να απασχολεί τον εργαζόμενο. Αυτό συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που ο εργοδότης στηρίζει την πεποίθησή του σε ανατραπείσες μεταγενέστερα δικαστικές ή διοικητικές αποφάσεις, οι οποίες έκριναν αρχικά ως ανύπαρκτη την επίδικη αναγκαστική εργασιακή σχέση (πρόσληψη ως τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης).
Στην μελέτη εξετάζεται το ζήτημα, αν το άρθρο 369 ΑΚ υπό τον παράτιτλο «Εμπράγματες συμβάσεις για ακίνητο», το οποίο προβλέπει ότι «Συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου», αναφέρεται στις εμπράγματες συμβάσεις περί ακινήτων ή/και στις ενοχικές-υποσχετικές συμβάσεις, με τις οποίες αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα.
Στην μελέτη επιχειρείται να καταδειχθεί ότι στις συμβάσεις διανομής, απλής ή αποκλειστικής, ή εμπορικής αντιπροσωπείας, ή γενικά έμμισθης εντολής, η ανήθικη, καταχρηστική ή αναίτια καταγγελία είναι ανίσχυρη, χωρίς αντίκτυπο στο κύρος της σύμβασης, η οποία έτσι παραμένει σε ισχύ. Η αντίθετη κρατούσα γνώμη, που αναγνωρίζει «υπερ-δικαίωμα» καταγγελίας, χωρίς προϋποθέσεις κύρους αυτής, θα έπρεπε, ίσως, να αναθεωρηθεί. Τα τυχόν πρακτικά ζητήματα που θα ανακύψουν μπορούν να επιλυθούν με τον ίδιο τρόπο όπως σε κάθε άλλη περίπτωση διάρρηξης της προϋποτιθέμενης, ιδιαζόντως στενής, συνεργασίας και εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων.
Ο γενεσιουργός λόγος του χρέους κατά το άρθρο 479 ΑΚ πρέπει να έχει στοιχειοθετηθεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης ή της περιουσίας· δεν απαιτείται όμως γνώση του αποκτώντος για την ύπαρξη του χρέους, ούτε προηγούμενη δικαστική αναγνώρισή του μέχρι τον χρόνο της μεταβίβασης.
Στην μελέτη εξετάζονται κατά τρόπο συστηματικό οι διατάξεις των άρθρων 910-912 ΑΚ. Ερευνώνται οι προϋποθέσεις επίτασης της ευθύνης του λήπτη και ακολούθως αναλύεται το περιεχόμενο της επαυξημένης ευθύνης, η δυσμενέστερη δηλαδή μεταχείριση του λήπτη σε σχέση με την γενική ευθύνη του πλουτίσαντος προς απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού.