Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών 178/2020

Παραπομπή για πλαστογραφία, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, παραβίαση διατάξεων περί προστασίας σημάτων και αθέμιτου ανταγωνισμού

Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού των πράξεων πλαστογραφίας ως κακουργημάτων υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ, είτε λόγω ποσού είτε λόγω κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης. Το σήμα, ως σημείο συνιστάμενο σε διακριτικό γνώρισμα, αποτελεί έγγραφο με την έννοια του νόμου και ως εκ τούτου η τυχόν εκτύπωση ή αλλοίωσή του χωρίς την άδεια του δικαιούχου και η επικόλλησή του σε όμοια προϊόντα, τα οποία προσφέρονται στο κοινό ως προερχόμενα από την επιχείρηση που τα παράγει, θεμελιώνει το έγκλημα της πλαστογραφίας, ενώ η έκθεση των εν γνώσει απομιμητικών προϊόντων σε προθήκες καταστήματος προς πώληση συνιστά το έγκλημα της χρήσεως πλαστού. Πότε ένα σήμα θεωρείται “φημισμένο” και υπό ποίες προϋποθέσεις προστατεύεται η φήμη του. Στα σήματα που χαίρουν φήμης στην Ελλάδα παρέχεται ευρύτερη προστασία, από την προβλεπόμενη στις διατάξεις των περ. α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρ. 125 του Ν. 4072/2012, η διαφημιστική λειτουργία των οποίων προστατεύεται αυτόνομα και ανεξάρτητα από την δημιουργία κινδύνου συγχύσεως ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών. Στοιχεία εγκλήματος κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993). Πότε υφίσταται πρωτοτυπία και ατομικότητα του προστατευόμενου έργου. Παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι παραγωγοί και πωλητές απομιμητικών προϊόντων ποδοσφαιρικών ομάδων για τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας σε εμπορική κλίμακα, της παράβασης των διατάξεων περί εμπορικών σημάτων και των διατάξεων περί αθεμίτου ανταγωνισμού, αξιολογουμένων ως μη πειστικών των ισχυρισμών περί γεωγραφικής διαφοράς της δραστηριότητας των επιχειρήσεων και περί νομικής πλάνης.

Δείτε περισσότερα εδώ.