Άρειος Πάγος 1035/2022 (Ποιν.)

Τέλεση απάτης, ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης εγγράφου εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ποινή και παραγραφή. Διαχρονικό δίκαιο.

Έννοια της “αρχής της αναδρομικότητας” του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Με ποιον τρόπο διαπιστώνεται ποια είναι η επιεικέστερη περί ποινής διάταξη. Ευμενέστερος είναι ο νόμος στον οποίο δεν περιλαμβάνεται επιβαρυντική περίσταση, η παραδοχή της οποίας, μέχρι την κατάργησή της, οδηγούσε σε επίταση της απειλούμενης ποινής. Ως επιεικέστερος θεωρείται όχι μόνον ο νόμος με τον οποίο προσδιορίζεται το είδος και το μέτρο της ποινής, αλλά και εκείνος με τον οποίο μπορεί να επηρεασθεί ευνοϊκά η τύχη του κατηγορουμένου. Επί τελέσεως των ιδιαιτέρως διακεκριμένων μορφών των εγκλημάτων της απάτης, της ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης εγγράφου εις βάρος του Δημοσίου, η σύγκριση για την εύρεση της ευμενέστερης διάταξης θα γίνει μεταξύ των ως άνω διατάξεων του νέου ΠΚ με τις ως άνω διατάξεις του παλαιού ΠΚ αλλά σε συνδυασμό με το άρ. 1 παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 1608/1950, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης των επίδικων πράξεων, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι η αρχική ποινική δίωξη δεν αφορούσε το έγκλημα της απάτης υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση του Ν. 1608/1950, στην δε συμπληρωματική δίωξη, η οποία ασκήθηκε υπό την ισχύ του νέου ΠΚ, δεν γίνεται καμία αναφορά σε επιβαρυντική περίσταση. Για την εύρεση και εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης λαμβάνονται υπόψιν πάντοτε τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι είναι ευμενέστερες, ως προς την στερητική της ελευθερίας ποινή, οι διατάξεις του νΠΚ από την παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 1608/1950. Για την εύρεση της ευμενέστερης διάταξης ως προς το ζήτημα της παραγραφής τίθενται σε σύγκριση αφενός μεν η διάταξη του άρ. 111 παρ. 2 περ. α΄ νΠΚ και αφετέρου οι διατάξεις των άρ. 386 παρ. 2 εδ. β΄ και 242 παρ. 5 εδ. β΄ νΠΚ. Αναιρείται η απόφαση με την οποία έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων διότι, για την εύρεση της ευμενέστερης διάταξης εσφαλμένως έγινε αντιπαραβολή μόνο των διατάξεων των άρ. 386 παρ. 3 εδ. β΄ και 1 και 242 παρ. 3, 1, 2 πΠΚ με αυτές των άρ. 386 παρ. 1 εδ. β΄ και 242 παρ. 3, 1, 2 νΠΚ, αντιστοίχως, με βάση τις οποίες, κατ’ άρ. 111 παρ. 2 περ. β΄ πΠΚ, όλα τα προβλεπόμενα από αυτές κακουργήματα υπόκεινται σε δεκαπενταετή παραγραφή, με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός πεδίου σύγκρισης οι διατάξεις των άρ. 111 παρ. 2 περ. α΄ πΠΚ και 1 παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 1608/1950.

Δείτε περισσότερα εδώ.