ΟλΑΠ 2/2017

Διασπορά ψευδών ειδήσεων (άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ). Ισχυρισμός περί δυνατότητας αποπληρωμής του δημοσίου χρέους της Ελλάδας με το ποσό των 600 δις δολαρίων.

Περίληψη απόφασης: Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκεί, μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως, αναίρεση υπέρ του νόμου κατά οποιασδήποτε απόφασης για οποιονδήποτε λόγο και οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων των διαδίκων. – Πότε υπάρχει αιτιολογία στην αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας. – Η “επιλεκτική” αιτιολογία, δηλαδή η αιτιολογία η οποία στηρίζεται σε ορισμένα μόνο από τα εισφερόμενα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται λογικά κενά, δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπεριστατωμένη. – Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης ελήφθησαν υπόψιν και συνεκτιμήθησαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα εξ αυτών κατ’ επιλογήν. – Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα για ποιον λόγο δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψιν στο σύνολό τους τα έγγραφα ή το περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. – Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. – Διασπορά ψευδών ειδήσεων (άρ. 191 ΠΚ). – Με την διάταξη του άρ. 191 ΠΚ σκοπείται η προστασία της υπό στενή έννοια δημόσιας τάξης, ήτοι της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη. – Για την στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος απαιτείται οι ψευδείς ειδήσεις και φήμες να είναι επιτήδειες να κλονίσουν αφενός μεν την εμπιστοσύνη των πολιτών ως προς την ικανότητα της κρατικής εξουσίας να εξασφαλίσει την κοινή ειρήνη, αφετέρου δε την πεποίθησή τους περί της διατηρήσεως της ειρηνικής διαβιώσεώς τους εντός του κράτους. – Η επιτηδειότητα αποτελεί αόριστη νομική έννοια, εξειδικευόμενη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο. – Κρίνονται βάσιμοι οι προβαλλόμενοι με την αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου λόγοι του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, διότι στην προσβαλλόμενη αθωωτική για το αδίκημα του άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ απόφαση αφενός μεν διαλαμβάνονται ελλιπώς και αορίστως βάσει ποίας ιδιότητας και σε ποια μορφή ο κατηγορούμενος κατείχε το υπέρογκο ποσό των εξακοσίων δισεκατομμυρίων δολαρίων, με το οποίο διέδιδε ότι θα αποπλήρωνε το δημόσιο χρέος της χώρας, υπό τον όρο της αναθεώρησης του Συντάγματος, και ερμηνεύεται εσφαλμένως ότι οι ανακοινώσεις του αυτές κατά την παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία δεν προκάλεσαν ανησυχία και έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς την αξιοπιστία του Κράτους, αφετέρου δε δεν μνημονεύονται ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού, έστω και κατ’ είδος, τα αποδεικτικά μέσα.

Κείμενο απόφασης: Κατά το άρ. 505 παρ. 2 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρ. 479 παρ. 2 (άρ. 483 παρ. 3). Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρ. 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση με αριθμ. ….1.2017 αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά της υπ’ αριθμ. 67650/2013 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι α) Α.Σ. του Β. και β) Ε.Λ. του Γ. για την πράξη της διασποράς ψευδών ειδήσεων από κοινού (άρ. 26 παρ. 1, 27, 45 και 191 παρ. 1 ΠΚ), που νομίμως έχει εισαχθεί προς εκδίκαση στην πλήρη ποινική ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρ. 505 παρ. 2, 513 παρ. 1 εδ. ε΄ ΚΠΔ και άρ. 23 παρ. 1 εδ. β΄ και 2 στοιχ. α΄ του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών», όπως οι παράγραφοι αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από την παρ. 1 του άρ. 16 του Ν. 2331/1995), ασκήθηκε νομοτύπως με δήλωση της άνω Εισαγγελέως στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρ. 474 παρ. 1 και 509 παρ. 1 ΚΠΔ) και για τους προβλεπόμενους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρ. 510 παρ.1 ΚΠΔ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ), επειδή δε ασκείται υπέρ του νόμου, δεν απαιτείται να ασκηθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώ από την άσκησή της δεν βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.

Η αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αποδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του, έχει έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσης του (ΟλΑΠ 3/2010 [ΠοινΧρ 2010, 456]). Παγίως, άλλωστε, η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι “επιλεκτική”, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να συνάγεται, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή, υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη στο σύνολό τους κάποια έγγραφα ή το περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Περαιτέρω, κατά το άρ. 510 παρ. 1 Ε΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 3/2010 [ΠοινΧρ 2010, 456]).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρ. 191 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 ΠΚ, σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και σε χρηματική ποινή καταδικάζεται όποιος διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, που αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημόσιας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας, συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών, οι αναφερόμενες σε αυτήν ψευδείς ειδήσεις και φήμες πρέπει να είναι επιτήδειες να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όσον αφορά την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης, και την πεποίθησή των περί της διατηρήσεως της ειρηνικής διαβιώσεώς των εντός του κράτους. Η επιτηδειότητα αυτή των ειδήσεων και φημών να επιφέρουν αυτά τα αποτελέσματα αποτελεί αόριστη νομική έννοια που έχει ανάγκη εξειδικεύσεως με αξιολογικές κρίσεις βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, και ως εκ τούτου η από το δικαστήριο της ουσίας υπαγωγή στην έννοια αυτή των γενόμενων δεκτών υπ’ αυτού πραγματικών περιστατικών υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1463/1981 [ΠοινΧρ 1982, 632, με αίτηση αναιρέσεως Κ. Σταμάτη]).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 67650/2013 απόφασής του, κήρυξε αθώους τους κατηγορούμενους 1) Α.Σ. του Β. και 2) Ε.Λ. του Γ. για διασπορά ψευδών ειδήσεων από κοινού. Για να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική του κρίση, το ως άνω Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασής του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά λέξη, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Ο πρώτος κατηγορούμενος, δυνάμει αμετακλήτου πληρεξουσίου, τυγχάνει διαχειριστής χρηματικού ποσού, ύψους εξακοσίων δισεκατομμυρίων δολαρίων (600.000.000.000), που ανήκει σε αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων, με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας. Το ποσό αυτό που έχει ενσωματωθεί σε έξι (6) διεθνή γραμμάτια του Αμερικανικού Ταμείου, ονομαστικής αξίας εκάστου εκατό δισεκατομμυρίων δολαρίων (100.000.000.000), λήξεως το μήνα Αύγουστο του έτους 2014, τα οποία είχαν κατατεθεί σε λογαριασμό καταπιστεύματος και φυλάσσονται προς πίστωση και χορηγία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, τούτος προτίθεται να χορηγήσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό στο ελληνικό κράτος, υπό τη μορφή δανείου, με διάρκεια αποπληρωμής εκατό (100) ετών και με επιτόκιο 0,5%. Οι όροι δε που έθεσε για την εκταμίευση του ποσού ήταν η διεξαγωγή λογιστικού ελέγχου από επιτροπή διεθνών πραγματογνωμόνων, υπό την εποπτεία του Αρείου Πάγου, προκειμένου να εξακριβωθεί το ακριβές ύψος του δημόσιου χρέους και η διεξαγωγή έρευνας και η απόδοση ευθυνών σε όσους είχαν στη διαχείρισή τους δημόσιο χρήμα. Την πρόθεσή του αυτή γνωστοποίησε στις ….2012 στον Πρωθυπουργό, στον Πρόεδρο της Βουλής, στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, στα μέλη του Κοινοβουλίου, στον Άρειο Πάγο, στο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Πρόεδρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Εξάλλου, επιθυμώντας να ενημερώσει τον ελληνικό λαό σχετικά, διοργάνωσε στις 30.9.2012, με τη βοήθεια του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος τυγχάνει πρόεδρος της αστικής εταιρίας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην …, μία συνάντηση στο ξενοδοχείο “…” στην … . Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε η αναλήθεια όσων ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε η ανυπαρξία του ανωτέρω χρηματικού ποσού ή η πλαστότητα των τίτλων, που το ενσωματώνουν. Όπως κατέθεσε ο πρώτος μάρτυρας υπερασπίσεως, G.P., ο οποίος τυγχάνει Διευθυντής και … πρακτορείου μεταφοράς μετοχών, που εδρεύει στο …, και είναι ο θεματοφύλακας των εν λόγω ομολόγων, το ποσό που αυτά ενσωματώνουν είναι πραγματικό, ο ίδιος δε προέβη σε έλεγχο των ομολόγων, βάσει της σειριακής γραμμής αυτών και διαπίστωσε τη γνησιότητά τους. Ενόψει δε της αλήθειας των διαδιδομένων, ταύτα ουδόλως καθίστανται ικανά να δημιουργήσουν ανησυχία στους πολίτες της χώρας. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι μοναδικοί όροι που τέθηκαν για τη χορήγηση των χρημάτων ήταν αποκλειστικά οι προαναφερθέντες. Ουδέποτε οι κατηγορούμενοι επιδίωξαν την ανατροπή του πολιτεύματος ή την αλλαγή του Συντάγματος. Άλλωστε, τούτοι δεν αναπτύσσουν ενεργό πολιτική δράση, τυγχάνοντας ο πρώτος επιχειρηματίας και ο δεύτερος ιατρός χειρουργός, που κατοικεί στην … των … Αμερικής. Η ανυπαρξία πρόθεσης ανατροπής της πολιτικής κατάστασης της χώρας συνάγεται, άλλωστε, από το γεγονός της κοινοποίησης της προαναφερθείσας πρότασης εξαγοράς του ελληνικού χρέους σε όλα τα θεσμικά όργανα της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας της χώρας, γεγονός που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν πράττει όποιος επιθυμεί να σφετεριστεί την εξουσία. Τέλος, αποδείχθηκε ότι στην εκδήλωση που τούτοι πραγματοποίησαν στο ξενοδοχείο “…” συμμετείχαν περίπου τετρακόσια (400) άτομα, τα οποία, ως επί το πλείστον, αποτελούσαν το ευρύτερο φιλικό περιβάλλον των κατηγορουμένων. Καμία ανησυχία δεν δημιουργήθηκε στους εκεί παρευρισκόμενους από την ανακοίνωση της είδησης περί της ύπαρξης του εν λόγω χρηματικού ποσού και σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της χώρας και την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης, ούτε τούτη (ανακοίνωση) ήταν, άλλωστε, πρόσφορη προς τούτο, αφού, εν πολλοίς, η εκδήλωση περιορίστηκε στα πλαίσια της ενημέρωσης του κοινού. Παρόλο, μάλιστα, που καλύφθηκε (η εκδήλωση) από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να ενημερωθεί η ελληνική κοινωνία, εν συνόλω, κανένας μάρτυρας δεν ανέφερε κάποιο περιστατικό από το οποίο να αποδεικνύεται η πρόκληση αναστάτωσης στον κόσμο ή ο κλονισμός της εμπιστοσύνης, σχετικά με τη διατήρηση της ειρηνικής διαβιώσεως εντός του κράτους. Εξάλλου, ουδέποτε υπήρξε πρόθεση των κατηγορουμένων να προκαλέσουν σύγχυση στην κοινή γνώμη, παρά τούτοι κινήθηκαν, αποκλειστικά από αγαθά κίνητρα, και συγκεκριμένα ωθούμενοι από την επιθυμία τους να βοηθήσουν το κράτος να εξέλθει από τη δεινή οικονομική κρίση στην οποία έχει περιέλθει. Δεδομένου δε ότι όσα παρουσίασαν κατά την εν λόγω εκδήλωση ήταν αληθή και στόχευαν αποκλειστικά στην ενημέρωση του κοινού, ούτε αμέλεια μπορεί να τους αποδοθεί ως προς την τέλεση του εγκλήματος. Επομένως, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, και για το λόγο αυτό αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι».

Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε τους άνω κατηγορουμένους αθώους του ότι: «Στην …, την 30.9.2012, από κοινού ενεργώντας, με πρόθεση διέσπειραν ψευδείς ειδήσεις ικανές να επιφέρουν ανησυχίες στους πολίτες της χώρας. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο “…”, ανακοίνωσαν ενώπιον εκατοντάδων συγκεντρωμένων ότι κατέχουν 600.000.000.000 (δισεκατομμύρια) δολάρια, τα οποία βρίσκονται κατατεθειμένα σε κεντρική τράπεζα του Καναδά, με τη μορφή ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, καθώς και ότι είναι διατεθειμένοι με τα χρήματα αυτά να αποπληρώσουν το παγκόσμιο ελληνικό χρέος, με τον όρο, μεταξύ άλλων, της αλλαγής του Συντάγματος της Ελλάδος. Προέβησαν στην ανακοίνωση αυτή, αν και γνώριζαν ότι τα παραπάνω γεγονότα περί δυνατότητας αποπληρωμής του ελληνικού χρέους ήταν ψευδή και μπορούσαν, ενόψει και της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας, να επιφέρουν ανησυχία στους πολίτες της χώρας, αφενός σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, αφετέρου σε σχέση με τον τρόπο αλλαγής του Συντάγματος».

Με βάση αυτές τις παραδοχές, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε σ’ αυτήν την επιβαλλόμενη από τα άρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την ανυπαρξία των απαιτούμενων στοιχείων για τη συγκρότηση της ποινικής υπόστασης του διωκομένου, κατά τα άνω, εγκλήματος, ούτε προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και εκτίμησε για σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρ. 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (ΟλΑΠ 1/2005 [ΠοινΧρ 2005, 781, με σύμφ. εισ. πρότ. Π. Βέρροιου]), διαλαμβάνοντας ελλιπή, ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, εξαιτίας των οποίων στέρησε αυτήν νόμιμης βάσης, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα, δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού ούτε καν στο προοίμιο του σκεπτικού δεν μνημονεύονται, έστω και κατ’ είδος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικάσαν Μονομελές Πλημμελειοδικείο συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε. Δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ύπαρξη του υπέρογκου ποσού των εξακοσίων δισεκατομμυρίων (600.000.000.000) δολαρίων, ενώ δεν εξειδικεύει και δεν προσδιορίζει δυνάμει ποιου αμετάκλητου πληρεξουσίου τυγχάνει διαχειριστής ο κατηγορούμενος Α.Σ. του αμύθητου αυτού ποσού, αναφέροντας αορίστως και με ελλιπή αιτιολογία, κατά λέξη, ότι «δυνάμει αμετακλήτου πληρεξουσίου, τυγχάνει διαχειριστής του εν λόγω χρηματικού ποσού». Προσέτι, δεν προσδιορίζει τα ακριβή στοιχεία των έξι (6) διεθνών γραμματίων αμερικανικού ταμείου, τα οποία, κατά τις παραδοχές της απόφασης, «έχουν κατατεθεί σε λογαριασμό καταπιστεύματος και φυλάσσονται προς πίστωση και χορηγία της ελληνικής Δημοκρατίας», χωρίς να αναφέρεται πού ακριβώς φυλάσσονται, παραθέτοντας παντελώς αόριστα στο διατακτικό ότι «βρίσκονται κατατεθειμένα σε κεντρική τράπεζα του Καναδά υπό τη μορφή ομολόγων …», την οποία ουδόλως προσδιορίζει. Περαιτέρω, διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, καθόσον, ενώ αρχικά δέχεται ότι «το ποσό των εξακοσίων δισεκατομμυρίων (600.000.000.000) δολαρίων έχει ενσωματωθεί σε έξι (6) διεθνή γραμμάτια του αμερικανικού ταμείου …, τα οποία έχουν κατατεθεί σε λογαριασμό καταπιστεύματος και φυλάσσονται προς πίστωση και χορηγία της ελληνικής Δημοκρατίας», ακολούθως δέχεται εντελώς αντιφατικά ότι «τούτος (Α.Σ.) προτίθεται να χορηγήσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό στο ελληνικό κράτος, υπό τη μορφή δανείου, με διάρκεια πληρωμής εκατό ετών και με επιτόκιο 0,5%», ενώ στη συνέχεια, επίσης αντιφατικά, αναφέρεται σε τίτλους ομολόγων και όχι διεθνών γραμματίων, όπως αρχικά δέχεται, με την παραδοχή «… ο G.P., ο οποίος τυγχάνει διευθυντής και … πρακτορείου μεταφοράς μετοχών, που εδρεύει στο …, και είναι ο θεματοφύλακας των εν λόγω ομολόγων …». Περαιτέρω, αντιφατικά και εσφαλμένα ερμηνεύει η προσβαλλόμενη απόφαση ότι καμιά ανησυχία δεν δημιουργήθηκε στους πολίτες ούτε έλλειψη εμπιστοσύνης στο Κράτος από την ανακοίνωση της είδησης περί της ύπαρξης του άνω αμύθητου ποσού και της διάθεσής του από τους παραπάνω κατηγορούμενους, για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους, με τον όρο, μεταξύ άλλων, της αλλαγής του Συντάγματος της Ελλάδος, η οποία (ανακοίνωση-είδηση), αντικειμενικώς κρινόμενη, δύναται να φέρει ανησυχία στους πολίτες, υπό την ανωτέρω στη μείζονα σκέψη εκτεθείσα έννοια, αφού φέρεται, ενόψει της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της Χώρας, να μην καλύπτει το Κράτος τις από την αιτία αυτή υποχρεώσεις του, βάλλοντας παράλληλα με τον ως άνω προσχηματικό λόγο-τρόπο κατά του Συντάγματος της Χώρας, κρίση η οποία, άλλωστε, ελέγχεται αναιρετικώς (ΟλΑΠ 1463/1981 [ΠοινΧρ 1982, 632, με αίτηση αναιρέσεως Κ. Σταμάτη]).

Επομένως, είναι βάσιμοι οι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης υπέρ του νόμου της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω των αναφερθεισών ελλείψεων, ασαφειών και αντιφάσεων, δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και, κατά συνέπεια, παρεβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού ποινικού δικαίου διάταξη του άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ άρ. 505 παρ. 2 ΚΠΔ, τηρουμένων, όμως, απαραμείωτων των δικαιωμάτων των ως άνω κατηγορουμένων.