Φίλιππος Δωρής

Η επιφύλαξη «εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά» στις ΑΚ 1166 και 1167

Ένα παράδειγμα κακής νομοθέτησης στο υποσύστημα ρύθμισης της επικαρπίας και η αντιμετώπιση αυτού από τα δικαστήρια

Με τη μελέτη επιχειρείται η κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε με την προσθήκη από τον Γεώργιο Μπαλή στο τελικό κείμενο των άρθρων 1166 και 1167 ΑΚ της επιφύλαξης «ενόσω δεν ωρίσθη άλλως» («εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά»). Η επιφύλαξη αυτή, με την οποία κατέστησαν οι διατάξεις των άρθρων 1166 και 1167 ΑΚ ενδοτικού δικαίου, είναι διατυπωμένη με μεγάλο βαθμό αοριστίας. Αυτό έχει ως συνέπεια να μη συνάγονται από το κείμενο της εν λόγω επιφύλαξης τα κατά νόμον όρια της επιτρεπτής με την ιδιωτική βούληση απόκλισης από τον κανόνα του μη μεταβιβαστού της επικαρπίας (ως προσωπικής δουλείας) από τον επικαρπωτή (ΑΚ 1166) και του μη κληρονομητού αυτής (ΑΚ 1167). Γι’ αυτό ακριβώς το καίριας σημασίας ζήτημα των ορίων της ιδιωτικής αυτονομίας, μέσα στο υποσύστημα κυρίως του εμπράγματου δικαίου, αλλά (κατά το μέτρο που η έρευνα αφορά στη ρύθμιση του άρθρου 1167 ΑΚ) και του κληρονομικού δικαίου, δεν έχει επιτευχθεί ο απαιτούμενος βαθμός ασφάλειας τόσο στη νομολογία όσο και στη νομική θεωρία. Η προκείμενη μελέτη είναι μια προσπάθεια επιστημονικής συμβολής για την αντιμετώπιση αυτού ακριβώς του ζητήματος. Η αναζήτηση των κατά τα προεκτεθέντα ορίων της ιδιωτικής αυτονομίας στη δικαιοπρακτική διάπλαση (με σύμβαση ή με διαθήκη) του δικαιώματος της επικαρπίας επιχειρείται στο πλαίσιο των υποσυστημάτων του εμπράγματου και του κληρονομικού δικαίου. Οι εξεταζόμενες εδώ διατάξεις των άρθρων 1166 και 1167 ΑΚ δεν είναι όμως δεκτικές ενιαίας αντιμετώπισης στο πλαίσιο αυτής της μελέτης. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν ως βάση ένα διακριτό μεταξύ τους πραγματικό, επιτελούν διαφορετική (εν μέρει τουλάχιστον) λειτουργία και επισύρουν διαφορετικές (εν μέρει τουλάχιστον) έννομες συνέπειες, που επιβάλλουν διακριτή (εν μέρει) αντιμετώπιση.

Δείτε περισσότερα εδώ.