Η μελέτη διερευνά το περιθώριο εφαρμογής των διατάξεων για την τακτική και την έκτακτη χρησικτησία επί προσώπων που κατά την κτήση της νομής έχουν καταστεί κύριοι με παράγωγο τρόπο, εν συνεχεία όμως κινδυνεύουν να στερηθούν (μέσω της οδού του αδικαιολόγητου πλουτισμού) την κυριότητά τους λόγω της ανατροπής της ενοχικής δικαιοπραξίας που αποτελεί την αιτία της εκποίησης. Εν πρώτοις, ασκείται κριτική στην νομολογία, που αποδέχεται αδιακρίτως ότι η χρησικτησία εν γένει συνιστά νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού-κυριότητας εκ μέρους του κυρίου. Ακολούθως, υιοθετείται κατά το αποτέλεσμα η γνώμη της θεωρίας, που επιχειρεί να μεταθέσει χρονικά το σημείο έναρξης της χρησικτησίας του παράγωγου κυρίου στις περιπτώσεις μεταγενέστερης εξαφάνισης (με ενοχική ενέργεια) της αιτίας της μεταβίβασης της κυριότητας, προκειμένου να αποφευχθούν έτσι οι ανεπιεικείς για τον δικαιοπάροχο συνέπειες. Εγείρονται, ωστόσο, επιφυλάξεις για την μεθοδολογική θεμελίωση της ως άνω, απολύτως δικαιολογημένης από πλευράς σύγκρουσης συμφερόντων, υποστηριζόμενης λύσης. Συγκεκριμένα, αποκρούεται η απόπειρα συρρίκνωσης του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 1041 επ. και 1045 επ. ΑΚ, που σύμφωνα με την θεωρία φαίνεται να καταλαμβάνει κατ’ αρχήν όλους ανεξαιρέτως τους ήδη κυρίους-ειδικούς διαδόχους. Αντ’ αυτής προτείνεται η υπό προϋποθέσεις αναλογική εφαρμογή των κανόνων για την τακτική και την έκτακτη χρησικτησία, που έχουν καταστρωθεί με προσανατολισμό στον μη κύριο-νομέα, και στους παράγωγους “ευάλωτους” κυρίους.
Δείτε περισσότερα εδώ.