Υφ’ όρον απόλυση. Κρίση για την διαγωγή του κρατουμένου.
Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών που κρίνει αίτηση για υφ’ όρον απόλυση κρατουμένου χωρεί έφεση για οποιονδήποτε νομικό ή ουσιαστικό λόγο, σύμφωνα με το άρ. 17 του Ν. 1968/1991 και το άρ. 110 παρ. 5 νΠΚ. Η απόλυση υπό όρο συνιστά τρόπο έκτισης της ποινής και χορηγείται υποχρεωτικά, εφόσον αφενός μεν ο καταδικασθείς εκτίσει το οριζόμενο στο άρ. 105Β παρ. 1 ΠΚ μέρος της ποινής του, αφετέρου δε διαγνωσθεί ότι από την διαγωγή του δεν γεννάται κίνδυνος τέλεσης νέων αξιοποίνων πράξεων (άρ. 106 παρ. 1 ΠΚ). Η κρίση για την πράγματι (και όχι κατ’ επίφασιν) καλή διαγωγή του κρατουμένου πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και να στηρίζεται αποκλειστικώς στην συμπεριφορά που επέδειξε κατά την εκτέλεση της ποινής του και όχι σε χρόνο προγενέστερο αυτής. Στοιχεία για τον χαρακτήρα του τα οποία συνάγονται από τις συνθήκες τέλεσης της πράξης για την οποία καταδικάστηκε δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν για την κρίση περί χορηγήσεως ή μη της υφ’ όρον απόλυσης, διότι αυτά έχουν ήδη αξιολογηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής από το δικαστήριο. Γίνεται δεκτή η έφεση του κρατουμένου κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών περί (μη) χορηγήσεως σε αυτόν υφ’ όρον απόλυσης, διότι εσφαλμένα αξιολογήθηκε η διαγωγή του με βάση την τέλεση αξιόποινης πράξης εκ μέρους του κατά την διάρκεια του χρόνου της δοκιμασίας που του χορηγήθηκε με προηγούμενη υφ’ όρον απόλυση, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της παραμονής του στο κατάστημα κράτησης· αντιθέτως, η διαγωγή του κατά την παραμονή του στο κατάστημα κράτησης πρέπει να αξιολογηθεί θετικά ενόψει της εργασίας που παρείχε, της έλλειψης πειθαρχικής ποινής εις βάρος του και της τήρησης εκ μέρους του της τακτικής άδειας που του χορηγήθηκε.
Δείτε περισσότερα εδώ.