Στην μελέτη θίγεται το ζήτημα της ποινικής προστασίας των φύσει και θέσει αδυνάμων από πράξεις εξαναγκασμού προς διαμόρφωση βούλησης, όπως αυτές τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. Η μελέτη δομείται σε δύο άξονες: επιχειρεί να προσδιορίσει, αφενός μεν την πράξη εξαναγκασμού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν εκφράζεται ως προς αυτήν ομοιόμορφα στο σύνολο των σχετικών κυρωτικών διατάξεων, αφετέρου δε την έννοια του αδύναμου ατόμου, στην οποία ο νομοθέτης δεν περιλαμβάνει πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, ενώ ορισμένες φορές αρκείται γενικά στην απαίτηση διαπίστωσης αδυναμίας αυτοϋπεράσπισης. Οι δύο αυτές έννοιες ως κομβικής σημασίας στοιχεία του αδίκου της πράξης, άλλοτε θεμελιώνουν και άλλοτε επαυξάνουν το άδικο. Το περιεχόμενό τους, όμως, συχνά διχάζει τη θεωρία ως προς την ερμηνεία και την εν τοις πράγμασι εφαρμογή της εκάστοτε διάταξης, με αποτέλεσμα να απειλείται ο κίνδυνος αναίρεσης της αυξημένης προστασίας που ο νόμος επιφυλάσσει στον αδύναμο. Θετικό είναι, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση ότι με τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, και ιδίως με αυτές που έλαβαν χώρα με το ν. 4619/2019, η προστασία των αδυνάμων από πράξεις εξαναγκασμού προς επηρεασμό της βούλησής τους επεκτάθηκε σημαντικά σε πλήθος διατάξεων των κεφαλαίων κατά της προσωπικής και της γενετήσιας ελευθερίας.
Δείτε περισσότερα εδώ.