ΟλΑΠ 4/2021

Παρατηρήσεις Ε. Αποστολάκη

Αρχή της αναδρομικότητας επί συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων. Διαχρονικό δίκαιο

Έννοια της “αρχής της αναδρομικότητας” των επιεικέστερων διατάξεων ουσιαστικού ποινικού νόμου. Έννοια “επιεικέστερης διάταξης” κατ’ άρ. 2 παρ. 1 νΠΚ. Η πρόβλεψη του άρ. 2 παρ. 2 νΠΚ περί εφαρμογής επιεικέστερων διατάξεων μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί εξαίρεση. Ούτε στον νΠΚ ούτε στον πΠΚ υφίσταται ρύθμιση σχετικά με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, κατά την διάρκεια εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, οι προβλεπόμενες ποινές κατέστησαν ηπιότερες με νεότερες διατάξεις. Ποια είναι η μοναδική διαφοροποίηση μεταξύ του νΠΚ και του πΠΚ όσον αφορά την “αρχή της αναδρομικότητας”. Και υπό την ισχύ του άρ. 2 πΠΚ είχε επικρατήσει η άποψη ότι, μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, αναδρομική ισχύ προσδίδεται μόνο στον νόμο με τον οποίο η πράξη καθίσταται μη αξιόποινη (ανέγκλητη). Οι αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των δύο παραγράφων του άρ. 2, τόσο του πΠΚ όσο και του νΠΚ, δεν καταλείπουν κενό ως προς το ως άνω ζήτημα, αφού με την πρώτη καθορίζεται ρητώς ως έσχατο όριο εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης με την οποία επιβάλλεται ποινή, με την δεύτερη δε εισάγεται ως μοναδική συγκεκριμένη εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης παραγράφου η κατάργηση, με μεταγενέστερο της επέλευσης του αμετακλήτου νόμο, του αξιοποίνου της πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της έκτισης της ποινής. Η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στα Διεθνή Σύμφωνα από τα οποία δεσμεύεται η Χώρα μας. Δεν υφίσταται αναφορά περί αναλογικής εφαρμογής της παρ. 2 του άρ. 2 νΠΚ ούτε στην αιτιολογική έκθεση του νΠΚ ούτε στον νΠΚ και στον νΚΠΔ, ούτε στις μεταβατικές διατάξεις τους. Για ποιους λόγους είναι ευμενέστερη η διάταξη του άρ. 94 παρ. 1 νΠΚ έναντι της αντίστοιχης του πΠΚ. Απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής (και) των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων περί καθορισμού της συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος θα ανέτρεπε κάθε έννοια “δεδικασμένου των αμετακλήτων αποφάσεων”, η δε διαπνέουσα το ποινικό δίκαιο “αρχή της επιεικείας” δεν μπορεί να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια χωρίς νομικό έρεισμα. Ποια είναι τα τρία διακριτά πεδία στα οποία διαμορφώνεται η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ Πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης, και ποιοι είναι αρμόδιοι για να τα υλοποιήσουν. Από ποια νομοθετικά κείμενα απορρέει η “αρχή της διάκρισης των εξουσιών”. Για ποιον λόγο η έννομη σχέση μεταξύ Πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης, στην οποία εμπλέκονται και οι τρεις πολιτειακές εξουσίες σε διαφορετικά στάδια και με διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι ευρύτερη από την έννομη σχέση της διαγνωστικής κύριας ποινικής δίκης. Πότε καθίσταται εκτελεστή η καταδικαστική απόφαση. Ποια είναι η αρμοδιότητα της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Η άποψη ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να επανεξετάζουν, κατά το στάδιο της εκτέλεσης, τις αμετακλήτως επιβληθείσες από αυτά ποινές, επαναπροσδιορίζοντάς τες, επειδή μετά το αμετάκλητο της απόφασής τους θεσπίσθηκαν από την νομοθετική εξουσία ηπιότερες ποινές για το εκδικασθέν αδίκημα, θα οδηγούσε ουσιαστικά και σε ανεπίτρεπτη, βάσει της “αρχής της διάκρισης των εξουσιών”, επέμβαση στο αποτέλεσμα της αμετακλήτως περατωθείσας δικαστικής διαδρομής. Σε αυτή την περίπτωση υφίσταται η δυνατότητα εφαρμογής του προβλεπομένου από το άρ. 564 περ. β΄ νΚΠΔ “θεσμού της χάρης”. Υπό ποίες προϋποθέσεις θα μπορούσε να επέμβει το νομοθετικό σώμα, εφόσον υπάρχει βούληση ευνοϊκότερης μεταχείρισης των καταδικασθέντων σε αυτές τις περιπτώσεις. Μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη επεμβαίνουν τα δικαστήρια στο στάδιο της έκτισης των ποινών, μεταβάλλοντας διατάξεις (ενδεχομένως και) αμετάκλητης απόφασης. Ποιο είναι το περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης που δεν είναι επιτρεπτό να μεταβληθεί. Ποιοι είναι αρμόδιοι για την υλοποίηση και την εποπτεία της έκτισης της ποινής. Ποιο είναι το αρμόδιο όργανο για να επιληφθεί των αντιρρήσεων του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή την διάρκεια της ποινής, και σε ποια ζητήματα μπορεί να επεκταθεί η εξέταση. Προϋποθέσεις παραδεκτού των αντιρρήσεων του καταδικασθέντος. Περιεχόμενο της διατάξεως του άρ. 15 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ. Για ποιον λόγο δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρ. 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΔΣΑΠΔ η άποψη περί εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης εφόσον μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αρχίζει να ισχύει νέος νόμος, με τον οποίο δεν καταργείται το αξιόποινο, αλλά καθίσταται ηπιότερο. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Πότε υπάρχει έλλειψη νομίμου βάσεως. Ορθώς απερρίφθησαν οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος σε συνολική ποινή κάθειρξης 29 ετών, με καθορισθείσα εκτιτέα ποινή κάθειρξης 25 ετών, για τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και της εκβίασης κατά συναυτουργία, κατ’ εξακολούθησιν, κατά συρροή, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ως προς το ύψος της συνολικής εκτιτέας ποινής, αφού δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η νεότερη επιεικέστερη διάταξη του άρ. 94 παρ. 1 εδ. γ΄ νΠΚ, με την οποία καθορίζονται ως ανώτατο εκτιτέο όριο επί συρροής εγκλημάτων τα 20 έτη, διότι η επίμαχη ρύθμιση άρχισε να ισχύει μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης.

Δείτε περισσότερα εδώ.