Μπιτζιλέκης Νικόλαος

Η κατανομή του ρυθμιστικού πεδίου μεταξύ ποινικού νομοθέτη και δικαστή

(Με αφορμή τον νέο Ποινικό Κώδικα)

Η αναζήτηση του λόγου θέσπισης τριών νέων ρυθμίσεων από τον χώρο της γενικής θεωρίας του εγκλήματος (συμμετοχή, μη γνήσια παράλειψη, άρση ενοχής) αποτέλεσε αφορμή να τεθεί το γενικότερο ερώτημα κατανομής του ρυθμιστικού πεδίου μεταξύ ποινικού νομοθέτη και δικαστή. Δύο βασικά κριτήρια χαρακτηρίζουν αυτή τη σχέση, η αρχή της νομιμότητας και η αρχή της αναλογικότητας. Όσον αφορά την πρώτη, η ασφάλεια δικαίου απαιτεί μια σαφή κανονιστική εικόνα για τις περιπτώσεις που ο δικαστής είναι αναγκασμένος να προσδιορίσει έννοιες, οι οποίες σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο έχουν εξαντλήσει την αναλυτική τους δύναμη και η διάγνωσή τους εναπόκειται μόνο σε εξατομικευμένο-εμπειρικό επίπεδο. Όσον αφορά τη δεύτερη, ενώ ο σεβασμός των αρχών της προσφορότητας και της αναγκαιότητας της ποινής αφορά πρωτίστως τους δικαιοπολιτικούς στόχους του νομοθέτη και κατ’ εξαίρεση τον δικαστή (δικαστική άφεση ποινής, διαζευκτική ποινή), το θέμα της συνάφειας της ποινής με το έγκλημα αφορά και τους δύο. Πρόκειται για μια συγκριτική αναλογία την οποία είτε θετικά (συσχετίζοντας συναφή εγκλήματα) είτε αρνητικά, ως έλλειψη προφανούς δυσαναλογίας (συσχετίζοντας μη συναφή), οφείλει να σεβαστεί ο νομοθέτης και να αναζητήσει ο δικαστής τόσο κατά την ερμηνεία των στοιχείων του αξιοποίνου όσο κυρίως κατά την επιμέτρηση της ποινής, λειτουργώντας συμπληρωματικά ή ακόμη και διορθωτικά απέναντι στον νομοθέτη. Και τούτο προκειμένου να διασφαλίσει τη συνοχή του ποινικού κυρωτικού συστήματος, η οποία αντανακλά και στην κοινωνική συνοχή.

Δείτε περισσότερα εδώ.