Χρήστος Νάϊντος

Η αναδρομική ισχύς του ηπιότερου για τον κατηγορούμενο νόμου και η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 εδ. α΄ ΠΚ

Η αναζήτηση της κατά περίπτωση ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ρύθμισης αποτελεί διαρκή μέριμνα του εφαρμοστή του δικαίου κατά την μετάβαση από τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα στον ισχύοντα. Κατά τη δυσχερή αυτή διαδικασία απαιτείται αφενός μια σύμφωνη με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ερμηνεία της έννοιας της «διάταξης» του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ και αφετέρου μια σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 1γ του ΔΣΑΠΔ, 49 παρ. 1γ του Χάρτη ΘΔ της ΕΕ, αλλά και 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό ερμηνεύεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ερμηνεία της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 465 εδ. α΄ ΠΚ. Δεδομένου ότι με το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ η σύγκριση πραγματοποιείται πλέον στο επίπεδο κάθε αυτοτελώς συγκρίσιμου μεγέθους της τυποποίησης των εγκλημάτων, η διάταξη του άρθρου 465 εδ. α΄ ΠΚ, η οποία θεσπίστηκε για την επίτευξη ασφάλειας δικαίου και προς διευκόλυνση της απονομής της δικαιοσύνης, αναδεικνύει την ανάγκη για συστηματική θεώρηση των διατάξεων του γενικού μέρους του νέου και του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα οι οποίοι αναφέρονται στους θεσμούς της φιλελεύθερης λειτουργίας της ποινής στο πεδίο της επιμέτρησης και της έκτισης.

Δείτε περισσότερα εδώ.