Ιωάννης Γιαννίδης

Βιβλιοκρισία: Χρίστος Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, β΄ έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2020

Ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν 4619/2019), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4637/2019, οδηγεί αναγκαστικά στην εκ νέου γραφή των διδακτικών εγχειριδίων του Ποινικού Δικαίου, προεχόντως βεβαίως του Γενικού Μέρους. Η δεύτερη έκδοση του Γενικού Μέρους του Χρ. Μυλωνόπουλου ανταποκρίνεται στην ανάγκη αυτή. Βεβαίως το δογματικό τμήμα του Γενικού Μέρους του νέου Κώδικα δεν γράφτηκε εξ αρχής, οι παρεμβάσεις όμως που έγιναν κατέστησαν υποχρεωτική την αναθεώρηση του εγχειριδίου σε αρκετά σημεία.

Το αν ο Χρ. Μυλωνόπουλος πέτυχε στην προσαρμογή αυτή της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του (Αθήνα, 2007) θα κριθεί από τρεις κυρίως παράγοντες.

Πρώτον: Στα 13 χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της πρώτης και δεύτερης έκδοσης θεωρία και νομολογία εμπλουτίσθηκαν και άλλαξαν, και μάλιστα ανεξαρτήτως των νομοθετικών αλλαγών του 2019. Ο Μυλωνόπουλος διατηρεί και στη β΄ έκδοση, το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο ενημέρωσης στα πεδία αυτά, η καινούργια έκδοση δηλαδή δεν είναι απλώς μια προσαρμογή στις νομοθετικές αλλαγές αλλά μια ενημέρωση βιβλιογραφική και νομολογιακή στο σύνολο της ύλης.

Δεύτερον: Οι αλλαγές του Ποινικού Κώδικα υπήρξαν σημαντικές και σε ορισμένα σημεία επιβεβλημένες. Ο γράφων, ως μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του ΚΠΔ, υποστήριξε το νέο Ποινικό Κώδικα πρωτίστως για την προσπάθεια αλλαγής του απαρχαιωμένου συστήματος ποινών στο Γενικό Μέρος και πολλών (όχι όλων) επίκαιρων και ορθών αλλαγών στο Ειδικό Μέρος. Εν γνώσει του δεν προέβαλε τη σοβαρότατη οπισθοδρόμηση και βαρύτατη αποσυστηματοποίηση του δογματικού τμήματος του Γενικού Μέρους. Ο Μυλωνόπουλος με επιστημονική ψυχραιμία (όχι πάντοτε αυτονόητη) τέμνει τις προβληματικές επεμβάσεις στο δογματικό τμήμα του Γενικού Μέρους (άρθρ. 1-49). Το τραγικό είναι ότι οι, ιδεολογικής κυρίως αιτιολογίας, νεοπλασίες του Γενικού Μέρους δεν θα αλλάξουν στο μέλλον εύκολα, αφού καμία opinio communis –πλην της επιστημονικής– ούτε ή δικαστική, ούτε η δικηγορική, ούτε η πολιτική θα ενδιαφερθεί ποτέ για τέτοια θέματα. Ο Μυλωνόπουλος γνωρίζει ότι μια αδόκιμη διδασκαλία επέτυχε πολιτικώς ό,τι επί δεκαετίες επεδίωκε και ό,τι επιστημονικώς θα ήταν αδύνατο ποτέ να επιτύχει. Παραμένει όμως κατά το δυνατόν ουδέτερος, επισημαίνοντας και αποδεικνύοντας ως τέτοιες τις νεοπλασίες του Δόγματος, και έτσι, και με αυτό το κριτήριο, το εγχειρίδιό του είναι επιτυχές, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους χωρίς οξύτητες.

Και με ένα τρίτο κριτήριο το βιβλίο αποτελεί επιτυχία. Με επιτυχή και επικαιροποιημένα παραδείγματα καθιστά τη δυσπρόσιτη δογματική ύλη ευκολοδούλευτη για το φοιτητή. Ανταποκρίνεται έτσι, διατηρώντας το υψηλό επιστημονικό επίπεδό του, στις απαιτήσεις ενός διδακτικού βιβλίου για φοιτητές, έργο ιδιαίτερα σύνθετο.

Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της επιτυχούς ανταπόκρισης στα παραπάνω κριτήρια, η ελληνική θεωρία μπορεί να είναι ασφαλής, γιατί διαθέτει ένα από πάσης πλευράς ενημερωμένο, σύγχρονο και εύληπτο έργο Γενικού Μέρους. Ένα και μοναδικό τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή, αφού το ποιοτικά «αντίπαλον δέος» (όχι βεβαίως στις επιστημονικές πεποιθήσεις, όπου οι διαφορές είναι υπαρκτές αλλά όχι θεμελιώδεις), το υψιπετές σύγγραμμα του Νικολάου Ανδρουλάκη, περιέρχεται δυστυχώς σταδιακά (όχι βέβαια καθ’ ολοκληρία χάρις στη σε πολλά σημεία διαχρονική γραφή του Ανδρουλάκη) στην αρμοδιότητα της ιστορίας του Ποινικού Δόγματος.