Στη μελέτη ενισχύεται η θεμελίωση του κανόνα, κατά τον οποίο αντάλλαγμα που έχει δώσει ο πλουτίσας για την απόκτηση του πλουτισμού συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού. Πέρα από την επαγωγική θεμελίωση, που για τη συναγωγή του γενικού αυτού κανόνα στηρίζεται στη διαπίστωση επιμέρους περιπτώσεων, όπου μόνο το αντάλλαγμα (όχι η βούληση του ζημιωθέντος ή ο νόμος) μπορεί να συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού, εξαίρεται και ο άλλος, παράλληλος τρόπος θεμελίωσης, αυτή τη φορά με παραγωγική μέθοδο, δηλαδή με συλλογιστική πορεία από το γενικό (π.χ. από γενικές αρχές του δικαίου τις οποίες εξυπηρετεί ο θεσμός) στις ειδικές περιπτώσεις εφαρμογής. Επισημαίνεται ότι ο θεσμός του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι έκφραση της επανορθωτικής δικαιοσύνης (iustitia commutativa), την οποία επιβάλλει ο Ηθικός Κανόνας και η Επιείκεια, οικοδομείται δε στη βάση ουσιαστικών προϋποθέσεων, με κεντρική την προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας. Άρα ανταποκρίνεται στον σκοπό του θεσμού να δεχθούμε ότι και η νόμιμη αιτία έχει ουσιαστικό και όχι τεχνικό χαρακτήρα. Επιπροσθέτως η δικαιολογητική δύναμη του ανταλλάγματος ανταποκρίνεται στη φύση των πραγμάτων, στην κοινωνική πραγματικότητα, στην ηθική αλλά και πρακτική αξία του ανταλλάγματος στον οικονομικό βίο. Τη δικαιολογητική δύναμη του ανταλλάγματος ως γενικό κανόνα του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού επιβεβαιώνουν, σύμφωνα με το εύρος του σκοπού τους, η ΑΚ 913 και η, κατά την ΑΚ 904 § 1 εδ. β΄, απαίτηση για αιτία που δεν επακολούθησε (causa data causa non secuta).
Δείτε περισσότερα εδώ.