Σκανδάλης Ιωάννης

ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η οριοθέτησή του στο σύγχρονο εργατικό δίκαιο

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ2017
ΣΕΛΙΔΕΣ246
ΙSBN978-960-420-664-3
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ17x24
ΕΚΔΟΤΗΣΠ. Ν. Σάκκουλας
ΕΙΔΟΣ ΕΡΓΟΥΜονογραφία

Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα του χρόνου εργασίας στο ελληνικό εργατικό δίκαιο, το οποίο αποτελεί ένα από τα κομβικότερα σημεία της σχέσης εργασίας. Οι ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας παραδοσιακά προσεγγίζονται, στο πλαίσιο του εργατικού δικαίου, ως ένα σύνολο προστατευτικών διατάξεων, οι οποίες επιδιώκουν να διασφαλίσουν έννομα αγαθά ύψιστης σημασίας για τον εργαζόμενο (λ.χ. υγεία, ασφάλεια, προσωπική και οικογενειακή ζωή). Ωστόσο, παρά την αδιαμφισβήτητη προστατευτική λειτουργία των κανόνων περί χρόνου εργασίας, η σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η ρύθμιση του ωραρίου έχει αποκτήσει ένα περισσότερο σύνθετο ρόλο στη διάρθρωση της αγοράς εργασίας, ο οποίος κινείται στην ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας των επιχειρήσεων και προστασίας των εργαζομένων.

Η μονογραφία χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο μέρος (δεύτερο κεφάλαιο) επιχειρεί να προσεγγίσει εννοιολογικά τον χρόνο εργασίας στις σύγχρονες μορφές απασχόλησης, οι οποίες αποκλίνουν από το παραδοσιακό μοντέλο οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Η βασική θέση που διατυπώνεται στο πρώτο μέρος, που αποτελεί και ένα από τα κύρια επιχειρήματα της μελέτης, συνίσταται στο ότι τα νέα δεδομένα στην οργάνωση του χρόνου εργασίας δεν θα πρέπει να αγνοηθούν από τον Έλληνα νομοθέτη, αλλά χρήζουν συγκεκριμένης νομοθετικής παρέμβασης, καθώς η έλλειψη ρύθμισης και η άφεσή τους στους νόμους της αγοράς δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου.

Το δεύτερο μέρος (τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο) αναφέρεται στην τελεολογία των παραδοσιακών ρυθμίσεων περί χρόνου εργασίας. Εξετάζονται οι εντάσεις και οι αβεβαιότητες, που ιστορικά χαρακτήρισαν και εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την προσπάθεια τομής των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων, ιδίως δε η περιορισμένη δυνατότητα του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου να διασφαλίσει μια ικανοποιητική ισορροπία μεταξύ του εργασιακού και ιδιωτικού βίου των εργαζομένων. Το συμπέρασμα του δεύτερου μέρους της μελέτης είναι ότι η αδυναμία αυτή πηγάζει από την έλλειψη ενός στέρεου θεωρητικού πλαισίου στάθμισης των συγκρουόμενων συμφερόντων εργοδότη και εργαζομένου, που εμπλέκονται στην οργάνωση του χρόνου εργασίας. Ως καταλληλότερο εργαλείο εναρμόνισης των εν λόγω συμφερόντων προτείνεται από τον συγγραφέα η αρχή της αναλογικότητας.

Τέλος, το τρίτο μέρος (πέμπτο κεφάλαιο) εντοπίζει ένα ζήτημα ασάφειας της κοινοτικής νομοθεσίας περί χρόνου εργασίας, η οποία καταλείπει στα κράτη μέλη σχεδόν την αποκλειστική ρύθμιση των παραμέτρων ευελιξίας που εμπεριέχει, αφήνοντας έτσι ανοικτό το ενδεχόμενο έντονων εθνικών διαφοροποιήσεων. Στο σημείο αυτό, η μελέτη διατυπώνει προτάσεις για τη συγκεκριμενοποίηση των εν λόγω παραμέτρων ευελιξίας σε κοινοτικό επίπεδο.