Η επ’ ακροατηρίω ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων απολειπομένων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην προδικασία, κατά παράβαση του άρ. 363 ΚΠΔ, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, καθώς και η αρχή της προφορικότητας.
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η επισκόπηση των νομοθετικών παρεμβάσεων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία γίνεται –κατά κανόνα– με βάση τα άρθρα του ΚΠΔ, που αντίστοιχα τροποποιούνται, προκειμένου ο αναγνώστης να αποκτά άμεση ενημέρωση στο κείμενο, το οποίο ισχύει στην τελευταία διαμόρφωσή του, ενώ με τις ερμηνευτικές και –σε αρκετά σημεία– κριτικές παρατηρήσεις επιχειρείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των σχετικών ρυθμίσεων.
Αναιρείται λόγω υπερβάσεως εξουσίας και λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, διότι ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής για πράξεις παράνομης διακίνησης ναρκωτικών επιπλέον εκείνων για τις οποίες είχε ήδη καταδικασθεί αμετακλήτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν επήλθε νομική χειροτέρευση της θέσης του, αφετέρου δε επλήγη ευθέως το τεκμήριο αθωότητάς του, καθόσον του αποδόθηκαν πράξεις για τις οποίες δεν άσκησε τα υπερασπιστικά του δικαιώματα.
Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά το μέρος με το οποίο απερρίφθησαν αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας σχετικά με την αποδεικτική αξιοποίηση απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών – τυχαίων ευρημάτων που είχαν προκύψει από την άρση του απορρήτου άλλης, διαφορετικής και μη συναφούς δικογραφίας, διότι α) δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρ. 25 ΠΚ επί παραβιάσεως διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του, με σκοπό να κριθούν σύννομες δικονομικές ενέργειες, τελεσθείσες καθ’ υπέρβασιν της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, και β) δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και της σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από την δικαστική αυθαιρεσία.
Γίνεται δεκτή η αίτηση του εκζητουμένου, υπηκόου Αιγύπτου, και αντικαθίσταται η προσωρινή κράτησή του με τον περιοριστικό όρο της εγγυοδοσίας, διότι μεταξύ άλλων προκύπτει ότι ο αιτών, ήτοι ο εκζητούμενος από τις δικαστικές αρχές του Κατάρ με σκοπό της έκτιση της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής, έχει προσέλθει στην Ελλάδα για επαγγελματικούς λόγους, δεν είναι “προσεσημασμένος” και φιλοξενείται σε κατοικία φίλου του γνωστή στις αρχές.
Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και απολύτου ακυρότητος, ένεκα παραβιάσεως της αρχής της δίκαιης δίκης, η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, διότι δεν απαντήθηκε ο σαφής και ορισμένος αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ο ίδιος βρισκόταν αλλού (άλλοθι).
Απορρίπτεται η προσφυγή του υπαλλήλου Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής και θύματος της συκοφαντικής δυσφήμισης, ο οποίος εγκαλεί τον υπάλληλο-υπεύθυνο κλιμακίου επιτόπιου ελέγχου καζίνο της ίδιας Αρχής, για την “ματαίωση της δίωξης” της εις βάρος του συκοφαντικής δυσφήμισης, τελεσθείσα με την παράλειψη του εγκαλουμένου να δηλώσει τα ονόματα-στοιχεία των φερομένων ως δραστών, παρά την εξώδικη πρόσκλησή του, επειδή ο εγκαλούμενος δεν φαίνεται να γνώριζε την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως ή τα ονόματα των φερομένων ως δραστών
Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης, διότι ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε την σχετική εξουσιοδότηση, αφού ο διορισμός συνηγόρου έγινε από τον Εισαγγελέα Εφετών, ο τελευταίος όμως εξουσιοδοτείται κατά νόμον να ενεργεί, εφόσον ζητείται ο σχετικός διορισμός συνηγόρου στους αιτούντες νομική βοήθεια κατηγορουμένους, μόνο στις περιπτώσεις της διαδικασίας στο ακροατήριο.