ΣυμβΠλημΚαβ 64/2019

Απάτη περί την πρόσληψη

Αθέμιτη μπορεί να είναι η παράλειψη μόνον όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να θεμελιωθεί και στις διατάξεις των άρ. 197, 288 και 330 ΑΚ για την καλή πίστη. Δεν υπάρχει περιουσιακή βλάβη όταν η ζημία αντισταθμίζεται από ισάξια αντιπαροχή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη· συνεπώς, εκείνος που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα προσλαμβάνεται στο Δημόσιο προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν των αποδοχών της θέσης του έχει ισοσταθμισθεί από την παροχή της (παράνομης) εργασίας του. Παραπέμπεται για απάτη τελεσθείσα κατ’ εξακολούθησιν και κατ’ επάγγελμα με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ η κατηγορουμένη, η οποία με την προσκόμιση πλαστού πτυχίου γυμνασίου παραπλάνησε τα αρμόδια όργανα του Ν.Π.Δ.Δ. και πέτυχε την πρόσληψή της στο Δημόσιο, στην συνέχεια κατά την εκάστοτε καταβολή του μηνιαίου μισθού της αποσιωπούσε αθέμιτα ότι δεν διαθέτει απολυτήριο τριτάξιου γυμνασίου, και άρα ότι δεν δύναται να παρέχει νόμιμα τις υπηρεσίες της, εκμεταλλευόμενη έτσι την υφιστάμενη αρχική πλάνη του παθόντος Ν.Π.Δ.Δ., παρά το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια, απορρέουσα από την προηγούμενη άδικη πράξη της αλλά και από τις διατάξεις των άρ. 197, 288 και 330 του ΑΚ, προκάλεσε δε με αυτόν τον τρόπο νέα πλάνη στο Ν.Π.Δ.Δ. συνιστάμενη στο ότι εξακολουθούσε να είναι δικαιούχος των επιζήμιων περιουσιακών διαθέσεων στις οποίες προέβαινε το τελευταίο. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση: Δεδομένου ότι γνήσιο έγκλημα παράλειψης στοιχειοθετείται όταν η περιγραφόμενη στον νόμο εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται σε παράλειψη, ως τέτοιο πρέπει να θεωρηθεί και το έγκλημα της απάτης, όταν τελείται με παρασιώπηση. Για τον προσδιορισμό της έννοιας του αθεμίτου δεν απαιτείται σε κάθε περίπτωση η επίκληση των όρων του άρ. 15 ΠΚ. Από την τέλεση απάτης με παράσταση ψευδούς γεγονότος (λ.χ. προσκόμιση πλαστού πτυχίου) δεν γεννάται υποχρέωση του δράστη για ανακοίνωση του γεγονότος. Η είσπραξη του μισθού κάθε μήνα από εκείνον που προσελήφθη με πλαστό πτυχίο δεν οδηγεί στην πρόκληση νέας πλάνης στον παθόντα, αλλά στην διατήρηση της αρχικώς (κατά την πρόσληψη) προκληθείσας, η οποία όμως δεν συνιστά νέα πράξη απάτης ούτε εξακολούθηση της αρχικής. Η απάτη τελείται κατ’ εξακολούθησιν μόνο στην περίπτωση όπου ο δράστης προβαίνει διαδοχικώς σε πράξεις εξαπάτησης, από τις οποίες προκλήθηκαν περισσότερες περιουσιακές διαθέσεις από τον ίδιο παθόντα. Δεδομένου ότι με το έγκλημα της απάτης προστατεύεται η περιουσία, δεν υφίσταται περιουσιακή ζημία για τον εργοδότη επί προσλήψεως ανειδίκευτου εργάτη, ο οποίος προσκόμισε πλαστό πτυχίο, εφόσον παρείχε την απαιτούμενη εργασία· σε αυτήν την περίπτωση εκείνος που υφίσταται περιουσιακή ζημία είναι ο τρίτος που μπορούσε να προσληφθεί, η οποία όμως δεν προστατεύεται από το άρ. 386 ΠΚ. Αντιθέτως, αν η πρόσληψη με την προσκόμιση πλαστού ή νοθευμένου πτυχίου δεν αφορά ανειδίκευτο εργάτη, η παρεχόμενη εργασία πιθανώς θα έχει μειωμένη ποιοτικά αξία, και άρα δεν θα μπορεί να ισοσταθμίσει την καταβολή του μισθού από τον εργοδότη με αποτέλεσμα την περιουσιακή βλάβη του τελευταίου. Η προϋπόθεση του νόμιμου χαρακτήρα της παροχής προκειμένου να ισοσταθμίζεται η περιουσιακή βλάβη είναι εσφαλμένη.

Δείτε περισσότερα εδώ.