Διενέργεια προανακρίσεως μετά την προκαταρκτική εξέταση
Επί αδικημάτων αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, ο εισαγγελεύς μπορεί, εφόσον έχει τις προς τούτο επαρκείς ενδείξεις, να παρακάμψει την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και να ασκήσει απ’ ευθείας ποινική δίωξη, οπότε στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται να προχωρήσει στην διενέργεια προανακρίσεως με την λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου, διότι διαφορετικά παραβλάπτονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του τελευταίου, καθιδρυομένης απόλυτης ακυρότητας, κατά το άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ. – Από το άρ. 244 ΚΠΔ προκύπτει ότι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ εκ του γεγονότος ότι ο αρμόδιος εισαγγελεύς παραπέμπει τον κατηγορούμενο δι’ απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή εφετείου για τα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας, εφόσον κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης έχει ήδη λάβει τις ανωμοτί εξηγήσεις αυτού, ούτε είναι αναγκαία η διενέργεια προανακρίσεως αποκλειστικώς και μόνο για την λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου, ιδίως δε λαμβανομένου υπόψιν ότι η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση ταυτίζονται από πλευράς τρόπου ενέργειας και σκοπού, ενώ η διαφορά που υπάρχει ως προς τα πρόσωπα του υπόπτου και του κατηγορουμένου είναι τυπική, καθόσον, επί της ουσίας, ο ύποπτος έχει πλέον όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. – Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της προσφυγής του εγκαλούντος περί ακυρότητος της ποινικής δίωξης εις βάρος του λόγω μη διενέργειας προανακρίσεως μετά την προκαταρκτική εξέταση, διότι, κατά την διάταξη του άρ. 244 ΚΠΔ, η διενέργεια προανάκρισης δεν είναι υποχρεωτική για τα πλημμελήματα που έχουν τελεστεί από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, αλλά εναπόκειται στην κρίση του εισαγγελέως η διαπίστωση της συνδρομής εξαιρετικών λόγων που επιβάλλουν την διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, στην προκειμένη δε περίπτωση ουδόλως παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος, αφού διενεργήθηκαν όλες οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και κατά την κρίση της εισαγγελέως δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια προανάκρισης. – Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.
[…] Κατά τη διάταξη του άρ. 244 ΚΠΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρ. 13 του Ν 3904/2010, φέρει δε τον τίτλο “Πότε η προανάκριση είναι αναγκαία”, ορίζεται ότι «Παραγγελία για προανάκριση, σύμφωνα με το άρ. 43 παρ. 1 εδ. πρώτο, δίνεται μόνο για πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή έχουν τελεστεί από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, όταν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι στην παραγγελία του εισαγγελέα εξαιρετικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων». Από την ανωτέρω διάταξη καθίσταται σαφές ότι σκοπός της προανακρίσεως υπό τους ανωτέρω περιορισμούς είναι αυτός της παρ. 1 του άρ. 239 ΚΠΔ (Αθ. Κονταξής, ΕρμΚΠΔ, έκδ. 2006. τ. Α΄, σελ. 1542), ήτοι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος και να αποφασισθεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη για αυτό. Από τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρ. 244 ΚΠΔ και δη εκ της φράσεως “Πότε η προανάκριση είναι αναγκαία”, αλλά και εκ του περιεχομένου της διατάξεως αυτής, δεν καθιερώνεται η υποχρεωτικότητα της προανακρίσεως επί αδικημάτων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (Λ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠΔ, τ. Α΄, σελ. 873), ούτε βεβαίως μπορεί τούτη να αποκλεισθεί και στις περιπτώσεις αδικημάτων αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου όταν υφίστανται ειδικοί εξαιρετικοί λόγοι. Υπό την παρούσα διάταξη, σε συνδυασμό με το άρ. 43 ΚΠΔ, μπορεί ο Εισαγγελέας, εφόσον έχει τις προς τούτο επαρκείς ενδείξεις, να παρακάμψει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης επί αδικημάτων αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και να ασκήσει απευθείας ποινική δίωξη, οπότε στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται να προχωρήσει στη διενέργεια προανακρίσεως με τη λήψη απολογίας του κατηγορουμένου, διότι σε αντίθετη περίπτωση (βλ. και άρ. 245 παρ. 1 ΚΠΔ), παραβλάπτονται πράγματι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, καθιδρυομένης της απόλυτης ακυρότητας πράξεως της προδικασίας κατά το άρ. 171 παρ. 1δ΄ ΚΠΔ, αφού σύμφωνα με το άρ. 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και εκ των άρ. 99Α, 101 επ., 273 ΚΠΔ τόσο το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως του προ της εισαγωγής του σε δίκη όσο και το δικαίωμα γνώσης των στοιχείων της δικογραφίας έχουν παραβιασθεί. Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή κατά την αστυνομική προανάκριση (άρ. 243 ΚΠΔ) και ειδικά επί αδικημάτων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, έχουν συλλεγεί όλα τα αποδεικτικά στοιχεία μαζί με τις ανωμοτί εξηγήσεις του υπόπτου (στην περίπτωση της προκαταρκτικής εξέτασης) και μετέπειτα κατηγορουμένου ή μαζί με την απολογία του κατηγορουμένου (στην περίπτωση της αστυνομικής προανάκρισης), η διεξαγωγή της προανάκρισης μόνο προς λήψη απολογίας του κατηγορουμένου δεν κρίνεται αναγκαία. Και τούτο διότι από τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρ. 243 ΚΠΔ, συνάγεται ότι κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης, επί της οποίας δεν έχει εισέτι ασκηθεί ποινική δίωξη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη βεβαίωση του εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η λήψη έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου, ο οποίος σύμφωνα με το άρ. 105 ΚΠΔ, έχει τα δικαιώματα των άρ. 103 και 104 ΚΠΔ (ήτοι της λήψεως εγγράφων της δικογραφίας, παράστασης με συνήγορο, απολογίας κ.λπ.), οπότε στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει ασκήσει όλα τα παρεχόμενα από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και την ΕΣΔΑ δικαιώματά του και έχει απολογηθεί, μπορεί ο Εισαγγελέας με την κίνηση της ποινικής δίωξης να τον καλέσει απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού θα ήταν άτοπο και χρονοβόρο με την άσκηση της ποινικής δίωξης να παραγγελθεί εκ νέου προανάκριση προκειμένου και μόνο να ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου. Τούτο μπορεί να λάβει χώρα εφόσον ο Εισαγγελέας κρίνει για τη βεβαίωση του εγκλήματος ότι απαιτούνται νέες προανακριτικές πράξεις, οπότε στην περίπτωση και μόνον αυτή θα παραγγείλει την εκ νέου λήψη απολογίας του κατηγορουμένου, ο οποίος μπορεί εάν επιθυμεί να αναφερθεί στην απολογία του που έδωσε στους προανακριτικούς υπαλλήλους. Ακολούθως, από το περιεχόμενο των διατάξεων των άρ. 31, 43, 240, 241, 273 ΚΠΔ προκύπτει πλέον αβιάστως ότι προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση, συνοπτικές και οι δύο (βλ. άρ. 31 παρ. 3 και 245 παρ. 1 ΚΠΔ), ταυτίζονται από πλευράς τρόπου ενέργειας και σκοπού, συνισταμένου στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, τόσο για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής όσο και για τη μη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως κατά του μηνυομένου και κατηγορουμένου, ενώ και η διαφορά που υπάρχει ως προς τα πρόσωπα υπόπτου και κατηγορουμένου ναι μεν υπάρχει τυπικά, επί της ουσίας όμως δεν υφίσταται, καθόσον πλέον και υπό την προσθήκη του άρθρου 99Α του ΚΠΔ, όπου παρέχονται και στον ύποπτο και στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα προσβάσεως στα έγγραφα της δικογραφίας, το δικαίωμα ενημέρωσης περί της κατηγορίας κ.λπ., τόσο όλες οι ανακριτικές πράξεις (λ.χ. έρευνα, κατάσχεση κ.λπ.) μπορούν να ενεργηθούν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης όσο και ο ύποπτος πλέον έχει όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, με συνέπεια να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι και κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία φέρει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, επιδιώκεται και η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας της ποινικής υπόθεσης, που άγεται προς κρίση ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, αλλά και η στοιχειοθέτηση επαρκών ενδείξεων ενοχής, η οποία κατά την κρίση του Εισαγγελέα μπορεί να τον οδηγήσει στην κίνηση ποινικής δίωξης με τον τρόπο που προβλέπεται από το άρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ, ήτοι δι’ απευθείας κλήσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Αντίθετη εκδοχή δεν συνάδει με το πνεύμα του Ν. 3904/2010, που αντικατέστησε το άρ. 244 ΚΠΔ, όπου η βούληση του νομοθέτη σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του νόμου αυτού ήταν η επιτάχυνση και όχι επιβράδυνση της ποινικής δικαιοσύνης, επιβράδυνση η οποία υπάρχει όταν επιχειρείται ανακριτική πράξη (απολογία κατηγορουμένου), η οποία έχει ουσιαστικά δοθεί για τα ίδια πραγματικά και νομικά περιστατικά από το ίδιο πρόσωπο, που είχε την ιδιότητα του υπόπτου στην προκαταρκτική εξέταση και έχει λάβει γνώση όλων των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας. Εφόσον λοιπόν η επιστημονική νομική ακολουθία έχει δεχθεί την ταύτιση της προκαταρκτικής εξέτασης με την προανάκριση, αλλά και το γεγονός ότι και η προκαταρκτική εξέταση ως προς το σημείο των εξηγήσεων του υπόπτου έχει προσαρμοσθεί στις επιταγές της ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μη υπολειπόμενη σε κάτι της προανακρίσεως (σχετ. βλ. Π. Τσιρίδη, σελ. 105 στον 1ο τόμο της ΕρμΚΠΔ Λ. Μαργαρίτη, Αδ. Παπαδαμάκη, Προκ/κή εξέταση – Προανάκριση, ΠοινΔικ 2008, 337), δεν υφίσταται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρ. 171 παρ. 1δ΄ ΚΠΔ από το γεγονός ότι ο αρμόδιος Εισαγγελέας παραπέμπει τον κατηγορούμενο δι’ απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ή Εφετείου για τα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας, εφόσον κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης έχει ήδη λάβει τις ανωμοτί εξηγήσεις αυτού, ούτε είναι αναγκαία η διενέργεια προανακρίσεως αποκλειστικά και μόνο για τη λήψη απολογίας κατηγορουμένου.
Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα, όσον αφορά τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης: Με αφορμή την από 28.4.2017 έγκληση του Ε.Σ. κατά του προσφεύγοντος, η Εισαγγελέας Πλημ/κών Νάξου παρήγγειλε στις 11.7.2017 τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον αρμόδιο Πταισματοδίκη, προκειμένου να διακριβωθεί τυχόν τέλεση των από τον εγκαλούντα καταγγελλομένων πλημμεληματικών πράξεων, ήτοι: α) της χρήσης νοθευμένου εγγράφου (άρ. 216 παρ. 2 ΠΚ) και β) της ψευδούς βεβαίωσης (άρ. 242 παρ. 1 ΠΚ). Στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, μεταξύ άλλων ανακριτικών πράξεων, κλήθηκε ο εγκαλούμενος και ήδη προσφεύγων προς παροχή εξηγήσεων από τον 25ο Πταισματοδίκη Αθηνών, έλαβε γνώση των εγγράφων της δικογραφίας και κατέθεσε τις από 26.7.2017 έγγραφες εξηγήσεις με δεκατρία (13) σχετικά έγγραφα. Μετά την υποβολή της δικογραφίας περαιωμένης από τον Πταισματοδίκη του 25ου Τμήματος Αθηνών, η Εισαγγελέας Πλημ/κών Νάξου με την υπ’ αριθμ. 110/2017 Διάταξή της έκρινε ότι ο εγκαλούμενος δεν τέλεσε τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν αξιόποινες πράξεις και απέρριψε την έγκληση. Κατά της ανωτέρω Διάταξης, ο εγκαλών άσκησε την από 8.1.2018 και υπ’ αριθμ. έκθ. καταθ. …/2018 προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αιγαίου, ο οποίος με την από 10.1.2018 και υπ’ αριθμ. …/2018 Διάταξή του δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την άνω προσφυγή και παρήγγειλε την άσκηση ποινικής δίωξης για τις ανωτέρω πράξεις. Ακολούθως, μετά την έκδοση της άνω Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αιγαίου, η δικογραφία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελέα Πλημ/κών Νάξου και στις 12.1.2018 ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για τις ανωτέρω πράξεις, αλλά και κατά των Ε.Μ. και Ν.Σ. για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και ηθικής αυτουργίας σε χρήση νοθευμένου εγγράφου και αυθημερόν διαβιβάστηκε η δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Αιγαίου, λόγω της ειδικής δωσιδικίας του προσφεύγοντος δικηγόρου […], όπου και ορίστηκε η ημερομηνία της δικασίμου (6.6.2018) και επιδόθηκε στον προσφεύγοντα το κλητήριο θέσπισμα. Ο εγκαλών με τον πρώτο λόγο της προσφυγής του ισχυρίζεται ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του είναι άκυρη, καθόσον μετά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν διενεργήθηκε προανάκριση επί της υπόθεσης. Ο λόγος αυτός της προσφυγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τη διάταξη του άρ. 244 ΚΠΔ η διενέργεια προανάκρισης δεν είναι υποχρεωτική για τα πλημμελήματα που έχουν τελεστεί από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, αλλά είναι δυνητική στην κρίση του Εισαγγελέα όταν συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Σημειώνεται ότι ουδόλως παραβιάστηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του προσφεύγοντος, διότι αυτός κλήθηκε από τον αρμόδιο προανακριτικό υπάλληλο προς παροχή εγγράφων εξηγήσεων, έλαβε γνώση των εγγράφων της δικογραφίας και παρείχε έγγραφες εξηγήσεις από την ανάγνωση των οποίων προκύπτει ότι αντελήφθη πλήρως το περιεχόμενο της κατηγορίας εναντίον και ανέπτυξε με λεπτομέρεια όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς. Επομένως, λόγω της διενέργειας όλων των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων για τη συγκεκριμένη υπόθεση (λήψη καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και εγγράφων εξηγήσεων προσφεύγοντος) δεν ήταν αναγκαία κατά την κρίση της Εισαγγελέως η διενέργεια προανάκρισης, αφού μια τέτοια ενέργεια θα ήταν χρονοβόρα και αλυσιτελής. […]
Η πρόταση του Αντεισαγγελέως Γ. Οικονόμου έχει, κατά το ενδιαφέρον μέρος της, ως εξής:
[…] Το πλημμέλημα, που τελεί το πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, μπορεί να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα, δηλ. μπορεί να είναι από εκείνα που, αν τελούνταν από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, θα υπάγονταν είτε στο μονομελές είτε στο τριμελές πλημμελειοδικείο (βλ. και Α. Παπαδαμάκη, αριθμ. 443, σελ. 336). Σε σχέση με τα πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας αξίζει να αναφερθεί το ερμηνευτικό πρόβλημα που ανέκυψε σχετικά με το αν είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωτική η διενέργεια προανάκρισης. Κατά μία άποψη, που ακολουθείται στην πράξη από πολλούς εισαγγελείς, η κίνηση ποινικής δίωξης κατά των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας για πλημμέλημα πρέπει να γίνεται πάντα με παραγγελία για προανάκριση· η άποψη αυτή αντλεί επιχείρημα από το άρ. 245 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ, το οποίο ορίζει ότι όταν ο εισαγγελέας εφετών, στον οποίο υποβάλλεται μετά την προανάκριση η δικογραφία, που αφορά σε πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, παραγγέλλει την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Πλην, όμως, η άποψη αυτή δεν είναι ορθή, αφού η διάταξη του άρ. 245 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ ορίζει τον τρόπο περάτωσης της προανάκρισης (αν τυχόν έχει διενεργηθεί) για πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, χωρίς να καθιστά υποχρεωτική τη διενέργεια προανάκρισης (βλ. τις ορθές σκέψεις για το ζήτημα αυτό του Β. Αδάμπα, ό.π., άρ. 243, αριθμ. 5, σελ. 874-875). Η προαναφερόμενη διχογνωμία εμφανίζει πρακτικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που, μετά από διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή αστυνομικής προανάκρισης ή ΕΔΕ για πλημμέλημα προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, θεωρώντας ότι πρέπει να εισαχθεί η υπόθεση στο ακροατήριο του εφετείου, διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών· αν, λοιπόν, ο τελευταίος θεωρεί ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ερωτάται ποια θα πρέπει να είναι η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, ενόψει του ότι δεν μπορεί να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, αφού δεν έχει ασκηθεί ακόμα ποινική δίωξη (βλ. για τον σχετικό προβληματισμό και Β. Αδάμπα, Ιδιάζουσα δωσιδικία προσώπων, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), σελ. 477-478). Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών πρέπει να διατάξει τη διενέργεια προανάκρισης (έστω και “τυπικής” μόνο προς λήψη απολογίας του κατηγορουμένου), μετά το πέρας της οποίας θα διαβιβάσει εκ νέου τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν εμμένει στην αρχική άποψη, θα πρέπει να επιστρέψει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών για να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο κατ' άρ. 245 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ. Η άποψη αυτή έχει, βέβαια, το μειονέκτημα ότι εμφανίζει τον εισαγγελέα εφετών να παραγγέλλει άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ έχει την πεποίθηση ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις· είναι, όμως, προτιμότερη η λύση αυτή, από το να καθίσταται το πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας κατηγορούμενος σε πρώιμο στάδιο και μάλιστα σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την κρίση του εισαγγελέα εφετών. Η νέα μορφή του άρθρου 244 ΚΠΔ δεν φαίνεται να δίνει λύση στο πιο πάνω ερμηνευτικό πρόβλημα. Και τούτο διότι δεν φαίνεται η διάταξη αυτή να προβλέπει ως υποχρεωτική διενέργεια προανάκρισης για τα πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας παρά το ότι ο τίτλος του άρθρου 244 ΚΠΔ φαίνεται να ρυθμίζει το πότε η προανάκριση είναι αναγκαία. Αν, πράγματι, σκοπός του νομοθέτη ήταν να καθιερώσει τέτοια υποχρέωση θα το έκανε για κάθε πλημμέλημα των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας και όχι μόνο για όσα προηγήθηκε ΕΔΕ. Επομένως, ορθότερο είναι να δεχτούμε ότι και σήμερα η διενέργεια προανάκρισης για τα πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας είναι επιτρεπτή, αλλά όχι υποχρεωτική.
Για τα πλημμελήματα αυτά (αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας) επιτρέπεται η διενέργεια προανάκρισης, εφόσον συντρέχει και μία πρόσθετη προϋπόθεση, η προηγούμενη διενέργεια ΕΔΕ. Μάλιστα, μετά την τροποποίηση του άρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ με το άρ. 16 παρ. 2 Ν. 3849/2010, που διατηρήθηκε κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος και μετά την εκ νέου τροποποίησή του με το άρ. 9 παρ. 1 Ν. 3904/2010, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και η προηγούμενη σύνταξη πορίσματος ή έκθεσης ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παρ. 2 του άρ. 1 Ν. 3074/2002 αρκεί για να επιτραπεί η διενέργεια προανάκρισης. Με την πρόβλεψη αυτή επιχειρήθηκε (ενδεχόμενα) να αρθεί η αμφισβήτηση που είχε δημιουργηθεί υπό το αμέσως προηγούμενο καθεστώς, αν δηλ. η απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο δικαιολογείται σε περίπτωση που έχει προηγηθεί αστυνομική προανάκριση ή ΕΔΕ. Συγκεκριμένα, υπό το προγενέστερο καθεστώς είχε υποστηριχτεί η άποψη ότι πράγματι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπεται η απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο (βλ. έτσι ΣυμβΠλημΔραμ 12/2009, ΠοινΔικ [2010], 48, Α. Κονταξή, άρθρο 244, σελ. 1542, Λ. Μαργαρίτη, Ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σε “Εμβάθυνση στην ποινική δικονομία”, τόμ. Ι, 2006, σελ. 335, σημ. 3, Π. Παπανδρέου, Η ποινική δίωξη, ΠοινΔικ [2004], σελ. 442, Χ. Σεβαστίδη, Τροποποιήσεις του Ν. 3160/2003 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2004, σελ. 86-87, τον ίδιο, Οι νέες τροποποιήσεις του Ν. 3346/2005 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2005, σελ. 40, Π. Τσιρίδη, ό.π., σελ. 96· για την εξομοίωση της ΕΔΕ με την προκαταρκτική εξέταση βλ. και ΟλΑΠ 1/2004, ΠοινΧρ [ΝΕ/2005], 113, ΠοινΔικ [2004], 917, ΠοινΛογ [2004], 523). Υποστηρίχτηκε, όμως, και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η ΕΔΕ δεν αρκούσε για την απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο (βλ. έτσι Λ. Μαργαρίτη, Προκαταρκτική εξέταση – προανάκριση: Θεωρητικές συμβολές – πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ [2007], σελ. 596, σημ. 2· βλ. συναφώς και Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, δ΄ έκδ. [2008], σελ. 261-262, ο οποίος δεχόταν ότι η ΕΔΕ μόνο τότε μπορούσε να αποτελέσει επαρκή αποδεικτική ύλη για άσκηση ποινικής δίωξης, όταν το εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε τη νομική δυνατότητα να ακουστεί, διαφορετικά ήταν υποχρεωτική η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης πριν την άσκηση ποινικής δίωξης· πρβλ. και Β. Αδάμπα, ΚΠΔ [επιμέλεια Λ. Μαργαρίτη], 2010, άρθρο 244, αριθμ. 1, σελ. 853). Αν πράγματι έτσι έχει το ζήτημα, δηλ. αν η νέα μορφή του άρθρου 244 ΚΠΔ επιχειρεί να άρει το ερμηνευτικό αυτό πρόβλημα, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διενέργεια προανάκρισης στις περιπτώσεις αυτές, που δεν προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση, αλλά ΕΔΕ ή όπως ήδη αναφέρθηκε πόρισμα η έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και των λοιπών φορέων που προαναφέρθηκαν, είναι υποχρεωτική· η άποψη φαίνεται να είναι σύμφωνη και με τον τίτλο του άρθρου 244 ΚΠΔ (βλ. σχετ. και Π. Τσιρίδη, παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής, ΠοινΧρ [ΞΒ/2012], σελ. 136, τον ίδιο, Αποτίμηση των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων του ΚΠΔ με σκοπό την επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ΠοινΔικ [2012], σελ. 932). Πλην, όμως, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, σκοπός του άρ. 244 ΚΠΔ είναι να ορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η προανάκριση και όχι εκείνες στις οποίες η προανάκριση είναι αναγκαία· αυτό προκύπτει και από τη διατύπωση του κειμένου του άρθρου 244 ΚΠΔ, το οποίο υπερισχύει του τίτλου του. Αν μετά τη διενέργεια ΕΔΕ προκύψουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης και εφόσον γίνει δεκτή η πιο πάνω άποψη, δηλ. η αδυναμία εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας μπορεί να επιλέξει είτε την παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης είτε την παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, μετά το πέρας της οποίας μπορεί η υπόθεση να εισαχθεί στο ακροατήριο με απευθείας κλήση· η τελευταία επιλογή είναι προτιμότερη (βλ. σχετ. και Β. Αδάμπα, ΚΠΔ [επιμέλεια Λ. Μαργαρίτη], β' έκδ. [2011], άρθρο 243, αριθμ. 3, σελ. 873).
Το άρθρο 244 ΚΠΔ καλύπτει και τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες έστω και για ένα μόνο από τα περισσότερα διωκόμενα εγκλήματα συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις. Έτσι μπορεί να διαταχθεί προανάκριση για περισσότερα πλημμελήματα, αν έστω και ένα από αυτά είναι πλημμέλημα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου. Επίσης, το ίδιο ισχύει και όταν στο ίδιο πλημμέλημα συμμετέχουν περισσότερα πρόσωπα, από τα οποία μόνο το ένα είναι ιδιάζουσας δωσιδικίας […]
Παρατηρήσεις επί του βουλεύματος δείτε εδώ.