ΣυμβΑΠ 158/2021

Συνταγματικότητα της διάταξης του άρ. 405 παρ. 1 εδ. α΄ νΠΚ

Πότε διατάσσεται κατ’ εξαίρεσιν η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου (άρ. 310 παρ. 2 ΚΠΔ). Εφόσον οι απόψεις και οι υπερασπιστικές θέσεις του αιτούντος επί των κρινομένων ζητημάτων έχουν αναπτυχθεί διεξοδικώς στα κατατεθέντα υπομνήματα αυτού και άλλων κατηγορουμένων, δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. Πεδίο εφαρμογής, χρόνος παροχής και συνέπειες αμνηστίας. Για ποιον λόγο η αμνηστία περιορίζεται μόνο στα πολιτικά εγκλήματα. Η διαπίστωση της παροχής αμνηστίας αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, απόκειται δε στην ερμηνευτική εργασία του δικαστή ανεξαρτήτως της ονομασίας ή του τύπου του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου. Συγκεκαλυμμένη αμνηστία ή κρυπτοαμνηστία συντρέχει μόνον αν ο νομοθέτης αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα μη πολιτικών εγκλημάτων. Η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ δεν εξαλείφει το αξιόποινο της κακουργηματικής απιστίας κατά πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά απλώς θέτει πρόσθετο όρο για την δίωξη της πράξης, συνεπώς δε, ως μη υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Αν μια διάταξη κριθεί αντισυνταγματική στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, υφίσταται υποχρέωση του δικαστή να μην την εφαρμόσει. Έννοια της συνταγματικής “αρχής της ισότητας” και έκταση του δικαστικού της ελέγχου. Για ποιους λόγους η πρόβλεψη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ δεν αντίκειται στην ως άνω αρχή (ανομοιότητα των τραπεζικών με άλλους ιδιώτες διαχειριστές, παραβίαση του άρ. 7 του Συντάγματος μέσω της εφαρμογής της επεκτατικής ισότητας, ύπαρξη συμμετόχων που δεν φέρουν την ιδιότητα του τραπεζικού στελέχους) ούτε στην αρχή του άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος (μη χειροτέρευση της ποινικής προστασίας των μικρομετόχων σε σχέση με τον πΠΚ, αποτροπή του ενδεχομένου καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως λόγω της λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο). Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως· περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής συνιστά και η εφαρμογή διάταξης που αντιβαίνει στην ως άνω κατ’ άρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωση του δικαστή. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων για κακουργηματική απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθησιν με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 (και ήδη των 120.000) ευρώ και για ηθική αυτουργία σε αυτήν, αφού ορθώς εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.

Δείτε περισσότερα εδώ.