ΣτΕ 3473/2017

Παρατηρήσεις Δ. Βούλγαρη

Αρχή “ne bis in idem”. Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων για την αυτή παράβαση.

Περίληψη απόφασης: Η προβλεπόμενη στα άρ. 4 παρ. 1 του 7ου ΠρωτΕΣΔΑ και 50 ΧΘΔΕΕ αρχή “ne bis in idem” τυγχάνει εφαρμογής επί σωρευτικής επιβολής όχι μόνον ποινικών αλλά και σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, οι οποίες σύμφωνα με τα κριτήρια της ΕΣΔΑ θεωρούνται “ποινικές”. – Ποια είναι τα εν λόγω κριτήρια. – Η αρχή “ne bis in idem” δεν εμποδίζει την διαδοχική επιβολή διοικητικής και ποινικής κύρωσης για την αυτή παράβαση, εφόσον η πρώτη δεν έχει “ποινικό” χαρακτήρα και έχει καταστεί απρόσβλητη, η δε σώρευση αποσκοπεί στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. – Από την αρχή αυτή δεν απορρέει ούτε απαγόρευση επιβολής διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους τόσο των ενωσιακών όσο και των εθνικών διοικητικών οργάνων, ούτε απαγόρευση επιβολής περισσότερων διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά εθνικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι εκάστη αποβλέπει στην προστασία διαφορετικού εννόμου αγαθού ή συμφέροντος. – Η κατ’ ιδίαν συνταγματική υποχρέωση των επιμέρους κρατικών οργάνων προς προστασία των ατομικών δικαιωμάτων δεν δύναται να παραγκωνισθεί από την αρχή “ne bis in idem”, τυχόν δε υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες από την σωρευτική επιβολή κυρώσεων κρίνονται στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας. – Απορρίπτεται η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, με την οποία τηλεοπτικός σταθμός ζητεί να ακυρωθεί το εις βάρος του επιβληθέν από την Α.Δ.Α.Ε. πρόστιμο, ύψους 100.000 ευρώ, για παράβαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών, η οποία συντελέσθηκε διά της χρήσεως υλικού μαγνητοφωνημένης συνομιλίας των καταγγελλόντων χωρίς την συναίνεσή τους και διά της μεταδόσεως του υλικού αυτού, καθώς για την ίδια αιτία είχε επιβληθεί εις βάρος του πρόστιμο ύψους 180.000 ευρώ από το Ε.Σ.Ρ., για παράβαση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας, το οποίο κατά τον χρόνο επιβολής του προστίμου από την Α.Δ.Α.Ε. είχε καταστεί απρόσβλητο· τούτο δε διότι οι ως άνω διαδοχικώς επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις από διαφορετικές ανεξάρτητες αρχές αποσκοπούν στην προστασία διαφορετικών εννόμων αγαθών, ήτοι αφενός μεν του απορρήτου της επικοινωνίας (άρ. 19 Συντ.), αφετέρου δε των δικαιωμάτων της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής των προσώπων στα οποία αφορά η δημοσιογραφική έρευνα (άρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 Συντ.). – Μειοψηφία.

Κείμενο απόφασης: […] 8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, μετά από καταγγελία καθηγητών της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με παράνομη υποκλοπή και μετάδοση ιδιωτικών συνομιλιών τους, χωρίς τη γνώση και συναίνεσή τους, από τον τηλεοπτικό σταθμό […], κατά την διάρκεια της εκπομπής […] της 19.2.2006 και 26.2.2006, η ΑΔΑΕ, αφού εξήτασε τα στοιχεία, κάλεσε ενώπιόν της την αιτούσα εταιρεία στις 20.9.2006, προκειμένου να ελεγχθεί τυχόν παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, διά της χρήσεως υλικού μαγνητοφωνημένης συνομιλίας μεταξύ των καταγγελλόντων, και της προβολής του από την τηλεοπτική αυτή εκπομπή. Η ΑΔΑΕ, αφού έλαβε υπόψη της τις απόψεις της αιτούσης, η οποία τις εξέθεσε αφενός μεν κατά την παράστασή της με πληρεξουσίους δικηγόρους ενώπιον της Αρχής στις 20.9.2006 και αφετέρου με το από 23.10.2006 υπόμνημα, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη, με την οποία επέβαλε στην αιτούσα την κύρωση του προστίμου ύψους 100.000 ευρώ. Ως αιτιολογία της επιβολής της κυρώσεως αναφέρεται η παράβαση «της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών που συντελέσθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό […] διά της χρήσεως υλικού μαγνητοφωνημένης συνομιλίας των καταγγελλόντων χωρίς τη συναίνεσή τους και διά της μετάδοσης του υλικού αυτού από την εκπομπή […] την 19.2.2006 και 26.2.2006 του τηλεοπτικού σταθμού […], εν γνώσει της προελεύσεώς του». […]

10. Επειδή, το άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1705/1987 (ΦΕΚ 89 Α΄), ορίζει ότι «κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Αναλόγου περιεχομένου ρύθμιση προβλέπεται και στο άρ. 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία «κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».

11. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρ. [4] του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με την οποία κατοχυρώνεται η αρχή “non bis in idem”, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως –το οποίο και προ της ρητής καθιερώσεώς της με το άρ. 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως την ανεγνώριζε ως θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου– έχει εφαρμογή όχι μόνον επί ποινικών κυρώσεων αλλά και σε περιπτώσεις που από τη σχετική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα μεγάλου ύψους, εφόσον συντρέχουν τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας υποθέσεως ως ποινικής κατά την ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 8.6.1975 Engel and Others κατά Ολλανδίας), ήτοι κατά πρώτον ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εσωτερικό δίκαιο, κατά δεύτερον η φύση της παραβάσεως, και κατά τρίτον η φύση και η σοβαρότητα της κυρώσεως που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση (βλ. ΔΕΕ υπόθεση C-617/10 Fransson της 26.2.2015 μείζονος συνθέσεως, C-489/10 Boda της 5.6.2012). Ειδικότερα, ως προς το ύψος της κυρώσεως λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη προβλεπόμενη από τον νόμο κύρωση και όχι η επιβληθείσα στην συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 19.2.2013 Muller-Hartburg κατά Αυστρίας). Σύμφωνα δε με τη νομολογία του ΔΕΕ, η αρχή αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή για την ίδια παράβαση διαδοχικώς μιας διοικητικής (φορολογικής) κυρώσεως και μιας ποινικής κυρώσεως, στον βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα και έχει καταστεί απρόσβλητη, εφόσον η σώρευση αυτή αποβλέπει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ενώσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΕ της 26.2.2015 Fransson και ΟλΣτΕ 1741/2015), ενώ δέχεται επίσης ότι η αρχή αυτή δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον (βλ. ΔΕΕ υπόθεση C-17/10 Toshiba Corporation της 14.2.2012 μείζονος συνθέσεως, C-289/04 υπόθεση Showa Denko της 29.6.2006, C-204/00 υπόθεση Aalborg Portland της 7.12.2004, C-397/03 υπόθεση Archer Daniels Midland της 19.9.2003 κ.ά.). Αντιστοίχως, και στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα (πρβλ. ΣτΕ 3345/2002 Επταμ.). Και τούτο, διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής “non bis in idem”, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η μια από αυτές, θα καθιστούσε ανενεργή την υποχρέωση που έχουν από το Σύνταγμα διαφορετικά κρατικά όργανα να προστατεύουν τους θιγομένους στα ατομικά τους δικαιώματα. Διάφορο δε είναι το ζήτημα αν λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο θα κριθεί στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητος.

Αν και κατά την γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου, δεν είναι επιτρεπτή, ως αντικείμενη στην αρχή “non bis in idem”, η επιβολή περισσότερων διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικές διοικητικές αρχές για την αυτή παράβαση. Συντρέχει δε ταυτότητα παραβάσεως κατά την έννοια του άρ. 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όταν βάση για την επιβολή των διαφόρων κυρώσεων αποτελούν τα αυτά, κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους, πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρουσιάζουν ενότητα τόπου και χρόνου και στα οποία εμπλέκεται το ίδιο υπαίτιο πρόσωπο, ανεξαρτήτως αφενός μεν του νομικού χαρακτηρισμού που τους δίδεται από τις οικείες διατάξεις, αφετέρου δε του αν με τις εν λόγω διατάξεις προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά ή συμφέροντα. Τούτο δε διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η απαγόρευση που θεσπίζεται από την ανωτέρω αρχή δεν θα ηδύνατο εν τοις πράγμασι να τύχει εφαρμογής, καθόσον κατά κανόνα οι διοικητικές αρχές που επιλαμβάνονται μιας υπόθεσης εφαρμόζουν διαφορετικές, μη ενταγμένες σε ενιαίο πλαίσιο, νομοθεσίες, εκάστη εκ των οποίων προστατεύει διαφορετικά έννομα αγαθά ή συμφέροντα.

12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα για παράβαση της αρχής “non bis in idem”, διότι για την ίδια αιτία («χρήση πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί με αθέμιτα μέσα») έχουν ήδη επιβληθεί εις βάρος της αιτούσης διοικητικές κυρώσεις από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρ. 8 παρ. 1 του π.δ/τος 77/2003. Πράγματι, από την από 8.6.2006 κλήση σε ακρόαση της αιτούσης ενώπιον της ΑΔΑΕ προκύπτει ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) είχε επιβάλει στην αιτούσα, με τις υπ’ αριθμ. […] και […]/8.5.2006 αποφάσεις του, πρόστιμα (80.000 ευρώ για την εκπομπή της 26.2.2006 και 100.000 ευρώ για την εκπομπή της 19.2.2006) για παράβαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιβλήθηκε και η επίδικη κύρωση. Κατά των πράξεων αυτών του Ε.Σ.Ρ. η αιτούσα είχε ασκήσει αιτήσεις ακυρώσεως που απερρίφθησαν με τις υπ’ αριθμ. 996-7/2014 αποφάσεις του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, και επομένως οι κυρώσεις αυτές του Ε.Σ.Ρ. έχουν οριστικοποιηθεί. Με τα δεδομένα αυτά, ότι δηλαδή οι ως άνω πράξεις επιβολής προστίμων του Ε.Σ.Ρ. έχουν εκδοθεί προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών που έλαβε χώρα στις 10.10.2007 και ότι λόγω του μεγίστου ύψους της κυρώσεως που μπορεί να επιβληθεί για τις παραβιάσεις της τηλεοπτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών που ανέρχεται σε 1.500.000 ευρώ (άρ. 4 παρ. 1 του Ν. 2328/1995 [Α΄ 159]), όπως αντικαταστάθηκε από το άρ. 16 παρ. 1 του Ν. 2644/1998 [Α΄ 233]) για τις κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει το Ε.Σ.Ρ. και άρ. 11 του Ν. 3115/2003 για τις κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει η Αρχή Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών αντιστοίχως), υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση έδαφος εφαρμογής της αρχής “ne bis in idem”, διότι οι ανωτέρω κυρώσεις, λόγω κυρίως του ύψους τους, εμπίπτουν στην έννοια των ποινικών κυρώσεων του άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, όμως, εν όψει του ότι οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται για την αποτροπή προσβολής διαφορετικών εννόμων αγαθών, και συγκεκριμένα στην μεν περίπτωση των προστίμων που επέβαλε το Ε.Σ.Ρ. στην προστασία της κατοχυρωμένης από τα άρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντ. προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, τα οποία αφορά η δημοσιογραφική έρευνα (ΣτΕ 996-7/2014), ενώ στην περίπτωση του επιδίκου προστίμου στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας που κατοχυρώνεται, ειδικώς, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, στο άρ. 19 του Συντ., η ανωτέρω αρχή δεν παρεμποδίζει την δυνατότητα σωρευτικής επιβολής των σχετικών διοικητικών κυρώσεων, όπως έγινε δεκτό στην προηγούμενη σκέψη. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος περί παραβιάσεως της αρχής “ne bis in idem”, ως εκ του ότι, καθ’ ον χρόνο εκκρεμούσε η υπόθεση ενώπιον της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η αιτούσα είχε ήδη υποστεί την κύρωση από το Ε.Σ.Ρ. για τα ίδια πραγματικά περιστατικά της υποκλοπής και της δημοσιοποιήσεως του περιεχομένου των τηλεφωνικών επικοινωνιών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αν και κατά την μειοψηφούσα γνώμη, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΔΑΕ.

13. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι παρανόμως η προσβαλλόμενη απόφαση επικαλείται ως νομική βάση για την επιβολή της κυρώσεως την διάταξη του άρ. 370Α του Ποινικού Κώδικα περί παραβιάσεως του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας, υπό την έννοια ότι αφενός μεν αρμόδια για την διαπίστωση τυχόν παραβάσεως της διατάξεως αυτής είναι κατά τα άρ. 8 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντ. τα ποινικά δικαστήρια και αφετέρου διότι δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση το στοιχείο της γνώσεως εκ μέρους της αιτούσης ότι χρησιμοποίησε μέσο κτηθέν κατά παράβαση των διατάξεων περί προστασίας του απορρήτου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι εν προκειμένω η μνεία από την προσβαλλόμενη απόφαση της διατάξεως του άρ. 370Α του Ποινικού Κώδικα δεν έχει την έννοια της ευθείας εφαρμογής του από την ΑΔΑΕ, αλλά της αποδόσεως ιδιαίτερης σημασίας στο γεγονός ότι η χρήση από τον σταθμό της αιτούσης μέσων κτηθέντων κατά παράβαση διατάξεων που προστατεύουν το απόρρητο της επικοινωνίας, για το οποίο υπάρχει κυρωτική αρμοδιότητα της εν λόγω Αρχής, συνιστά συμπεριφορά που αποδοκιμάζεται και από τον Ποινικό Κώδικα.

14. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

Δείτε τον σχολιασμό της απόφασης εδώ.