ΠεντΕφΑθ 3434/2014

Περίληψη απόφασης: Η άσκηση ποινικής δίωξης από την Βουλή για εγκλήματα τελεσθέντα από υπουργούς κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους δεν συνεπάγεται εκκρεμοδικία ως προς τα εγκλήματα τα οποία οι υπουργοί τέλεσαν ως ιδιώτες*: Η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατά υπουργών περιορίζεται αυστηρώς στα εγκλήματα που διαπράττονται κατά την εν στενή εννοία άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω προσώπων, δηλαδή εκείνων που τους ανατίθενται με την ιδιότητά τους αυτή από την έννομη τάξη της Χώρας. – Προκειμένου περί εγκλημάτων τελεσθέντων από υπουργούς ως ιδιώτες, η Βουλή δεν έχει αρμοδιότητα ούτε να εκφέρει σχετική κρίση ούτε να παραγγείλει περαιτέρω ενέργειες του εισαγγελέως πλημμελειοδικών, ο οποίος κατά συνταγματική επιταγή είναι ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός και μόνος αρμόδιος να ασκεί «το ουσιαστικό δικαίωμα της Πολιτείας για την κατηγορία κατά των αξιοποίνων πράξεων». – Ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις άσκησης ποινικής δίωξης. – Η κρίση του εισαγγελέως περί συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων άσκησης της ποινικής δίωξης στο πλαίσιο των άρ. 43 και 47 ΚΠΔ συνιστά δικαιοδοτική κρίση αυτού στην ποινική προδικασία, υφίσταται δε και επί εγκλημάτων που τέλεσαν υπουργοί εκτός των υπουργικών τους καθηκόντων. – Ορθώς ασκήθηκε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων (προερχόμενων από παθητική δωροδοκία), η οποία τελέσθηκε από υπουργό εκτός του πλαισίου των υπουργικών του καθηκόντων, η δε προγενεστέρως ασκηθείσα κατ’ αυτού ποινική δίωξη από την Ολομέλεια της Βουλής ουδέποτε παρήγαγε έννομα αποτελέσματα εκκρεμοδικίας, ως αντίθετη προς τις επιταγές του άρ. 86 παρ. 1 Συντ. και του άρ. 1 παρ. 1 και 3 του Ν. 3126/2003. – Δεν υφίστατο υποχρέωση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών να διαβιβάσει την υπόθεση στην Βουλή, ώστε εκείνη να ανακαλέσει πρώτα την από αυτήν ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ως άνω έγκλημα, καθότι κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν σύγχυση των εξουσιών, μη εκτέλεση από τον εισαγγελέα των κατά τα άρ. 43 και 47 ΚΠΔ αρμοδιοτήτων του και αρνησιδικία, δεδομένου ότι η ευχέρεια της Βουλής να ανακαλεί την ποινική δίωξη κατά υπουργού για τα εγκλήματα της άρ. 86 παρ. 1 Συντ. είναι δυνητική. – Σύμφωνη εισαγγελική αγόρευση**.

* Ο πλήρης αριθμός της απόφασης έχει ως εξής: 3019/2014, 3157/2014, 3434/2014, 3490/2014, 3490Α/2014, 3620/2014, 119/2015, 876/2015, 1291/2015, 1528/2015, 1764/2015, 1882/2015, 2744/2015, 2967/2015, 1705/2016, 1844/2016, 2038/2016, 2165/2016, 2180/2016, 2317/2016, 2371/2016, 2955/2016, 3011/2016, 3304/2016, 464/2017, 464α/2017, 1094/2017, 1224/2017, 2516/2017, 2517/2017, 2919/2017, 2927/2017, 2973/2017.

** Στην απόφαση περιλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί η αγόρευση του Αναπληρωτή Εισαγγελέως Σ. Δασκαλόπουλου.

 

Κείμενο απόφασης: Σύμφωνα με το άρ. 86 παρ. 1 Συντ. μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί ποινική δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για αξιόποινες πράξεις που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ο νόμος ορίζει. Από τη συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει με σαφήνεια ότι η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατά των ανωτέρω προσώπων περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις εκείνες και μόνον που πρόκειται για εγκλήματα που διαπράττουν Υπουργοί ή Υφυπουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με την στενή έννοια του όρου, δηλαδή εκείνων που τους ανατίθενται με την ιδιότητά τους αυτή από την έννομη τάξη της Χώρας (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Γύρω από την ποινική ευθύνη των Υπουργών, 1989, σ. 63, παρ. 3.1, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, σε: Π. Μαντζούφα / Λ. Μαργαρίτη / Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η Ποινική Ευθύνη των Υπουργών, Οκτώβριος 2014, σ. 20 και επ.). Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής επιταγής, ο Ν. 3126/2003 σχετικά με την «Ποινική Ευθύνη των Υπουργών» στην παρ. 1 του άρ. 1 όρισε ότι πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκδικάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, από το κατ’ άρ. 86 του Συντ. Ειδικό Δικαστήριο, ακόμη και αν ο Υπουργός έχει παύσει να έχει την ιδιότητα αυτή. Στη δε παρ. 3 του ιδίου άρθρου –κατά νομική, άλλωστε, και λογική αναγκαιότητα– προσδιορίσθηκε ότι «οι αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 1, οι οποίες δεν τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του Υπουργού, δικάζονται από τα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, των ειδικών ποινικών νόμων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Στην προκειμένη περίπτωση, η Ολομέλεια της Βουλής στις 1.7.2011 άσκησε ποινική δίωξη κατά του 1ου κατηγορουμένου Α.–Α.Τ. για τα εγκλήματα: α) της παθητικής δωροδοκίας του άρ. 235 ΠΚ με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις του Ν. 1608/1950 και β) της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της παθητικής δωροδοκίας κατ’ εξακολούθηση (ισχύσαντες διαδοχικά Ν. 2331/1995, 3424/2005 και 3691/2008 και άρ. 98 ΠΚ). Εδώ σημειώνεται ότι το δεύτερο από τα εγκλήματα αυτά δεν φέρεται ότι έχει τελεσθεί κατά την άσκηση των Υπουργικών καθηκόντων υπό την προεκτεθείσα στενή έννοια από τον ως άνω κατηγορούμενο που είχε διατελέσει Υπουργός. Και αυτό γιατί το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, σύμφωνα με το σκεπτικό και το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δεν πραγματώθηκε με την ίδια την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων (βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σ. 24). Με το 1/2011 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του άρ. 86 παρ. 4 του Συντ. αφ’ ενός μεν κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη κατά του παραπάνω κατηγορουμένου πρώην Υπουργού για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας του άρ. 235 ΠΚ με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις του Ν. 1608/1950 και αφ’ ετέρου παραπέμφθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών η υπόθεση και η σχετική μ’ αυτή ποινική δικογραφία κατά του ιδίου κατηγορουμένου για το έγκλημα της κατ’ εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της παθητικής δωροδοκίας που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά την χρονική περίοδο, από 17.11.1999 μέχρι 15.4.2010, κατά την οποία ίσχυσαν διαδοχικά οι σχετικοί με το έγκλημα αυτό Ν. 2331/1995, 3424/2005 και 3691/2008.

Ο εκκαλών 1ος κατηγορούμενος Α.-Α.Τ., με τον πρώτο λόγο της […]/17.10.2013 έκθεσης έφεσής του κατά της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, πρόβαλε –όπως και κατά την παρούσα δίκη– την ένσταση περί του απαραδέκτου της ποινικής δίωξης για το ως άνω έγκλημα λόγω εκκρεμοδικίας, την οποία και στήριξε στην ανωτέρω από 1.7.2011 ασκηθείσα κατ’ αυτού ποινική δίωξη από την Ολομέλεια της Βουλής και για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της παθητικής δωροδοκίας. Ο εκκαλών, μάλιστα, κατά την ανάπτυξη του ανωτέρω πρώτου λόγου της έφεσής του περί συνδρομής των όρων της εκκρεμοδικίας και στη σελίδα 7 της σχετικής έκθεσης, επισημαίνει, όμως εσφαλμένα, ότι το προαναφερθέν 1/2011 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του άρ. 86 παρ. 4 του Συντ. –πέραν των προεκτεθέντων– δεν παρήγγειλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών «οτιδήποτε σχετικώς για την περαιτέρω διενέργεια οποιασδήποτε πράξης». Τονίζεται εδώ ότι ορθά το βούλευμα αυτό ουδέν παρήγγειλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και τούτο γιατί δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα και, κατ’ ακολουθία, δεν μπορούσε να παραγγείλει οτιδήποτε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για τους παρακάτω λόγους: Στο συγγραφικό έργο του Κωνσταντίνου Σταμάτη, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Καθηγητή του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, «Η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας» (έκδ. 1984), και στο πρώτο και εισαγωγικό κεφάλαιο αυτού με τίτλο «Ο εισαγγελικός θεσμός, η διαμόρφωσή του και η λειτουργική του αρμοδιότητα» (σελ. 1-34), τεκμηριώνεται η λειτουργική αποστολή του εισαγγελέα ως ανεξάρτητου δικαστικού λειτουργού και η φύση της Εισαγγελίας ως ανεξάρτητης Δικαστικής Αρχής από οποιαδήποτε άλλη (άρ. 88 Συντ.). Ενόψει της αρχής του δικονομικού μας συστήματος στο ποινικό δίκαιο ότι χωρίς ποινική δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις δεν νοείται ποινική δίκη γι’ αυτές (βλ. Σωτ. Μπάγια, Ποινική δίωξη: Νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της, ΠοινΧρ 2002, σελ. 5, Κεφ. Α΄) –θεμελιώδης αρχή που, αν παραβιασθεί, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρ. 171 περ. 1 β΄ ΚΠΔ– γίνεται σαφές ότι το ουσιαστικό δικαίωμα της πολιτείας για την κατηγορία κατά των αξιοποίνων πράξεων τίθεται σε κίνηση μόνον από την εισαγγελική αρχή – πλην της προαναφερθείσας εξαιρετικής αρμοδιότητας της Βουλής κατ’ άρ. 86 παρ. 1 του Συντ. αναφορικά και μόνον με τα «υπουργικά» με την στενή έννοια εγκλήματα. Εδώ ο εισαγγελέας, που αποτελεί, όπως ήδη λέχθηκε, ανεξάρτητη δικαστική αρχή, με την άσκηση της ποινικής δίωξης κινεί τη διαγνωστική διαδικασία της ποινικής δίκης, η οποία πλέον έχει αναχθεί σε έννομη σχέση (βλ. Κ. Σταμάτη, ό.π., σελ. 33). Με βάση τα προεκτεθέντα γίνεται σαφές ότι δεν είναι νοητό το κατ’ άρ. 86 παρ. 4 του Συντ. Δικαστικό Συμβούλιο να παραγγείλει οτιδήποτε στον Εισαγγελέα ως προς τον περαιτέρω χειρισμό μιας υπόθεσης που δεν ανήκει σ’ αυτές της παρ. 1 του ιδίου άρθρου.

Περαιτέρω, για να ασκηθεί ποινική δίωξη στα πλαίσια πλέον του άρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ και να προκληθεί έτσι η ποινική δίκη, απαιτούνται ορισμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις (θετικές ή αρνητικές, όπως λ.χ. συνδρομή επαρκών ενδείξεων ή μη εξάλειψη του αξιοποίνου με παραγραφή) αλλά και ορισμένες δικονομικές (λ.χ. μη ύπαρξη δεδικασμένου ή εκκρεμοδικίας κατ’ άρ. 57 ΚΠΔ που κωλύει νέα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη). Την κρίση περί συνδρομής ή μη αυτών των προϋποθέσεων ο νόμος την αναθέτει ευθέως και αποκλειστικά μόνον στον εισαγγελέα στα πλαίσια των άρ. 43 και 47 ΚΠΔ, ο οποίος κρίνοντας και το νομικά βάσιμο αυτών όσο και της κατηγορίας (μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) απολαύει γι’ αυτή την κρίση του και της συνταγματικά κατοχυρωμένης επιστημονικής ελευθερίας (άρ. 16 παρ. 1 α΄, 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντ., βλ. Κ. Σταμάτη, ό.π., σελ. 28). Ενόψει λοιπόν των όσων εκτέθηκαν, η κρίση-επιλογή του εισαγγελέα ως ανεξάρτητου δικαστικού λειτουργού για άσκηση ή μη ποινικής δίωξης στα πλαίσια των άρ. 43 και 47 ΚΠΔ συνιστά χωρίς αμφιβολία δικαιοδοτική κρίση αυτού στην ποινική προδικασία (βλ. Στ. Δασκαλόπουλου, Προσωρινές δικαιοδοτικές κρίσεις στην προδικασία της ποινικής δίκης, ΠοινΧρ 2003, 12). Οι δε διατάξεις αυτών των άρθρων, όπως ήδη σημειώθηκε, κατά ρητή επιταγή της παρ. 3 του άρ. 1 του Ν. 3126/2003 εφαρμόζονται και για πλημμελήματα ή κακουργήματα διαπραχθέντα από Υπουργό, τα οποία όμως δεν τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Συνακόλουθα των όσων ήδη έχουν εκτεθεί, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθά άσκησε την από 22.3.2012 ποινική δίωξη κατά του 1ου κατηγορουμένου, πρώην Υπουργού για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, συνισταμένης της τελευταίας στο έγκλημα της κατ’ εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας στρεφομένης κατά του Ελληνικού Δημοσίου με το όφελος που πέτυχε ο δράστης να υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ επάγγελμα, κρίνοντας παράλληλα ως ανεξάρτητη δικαστική αρχή ότι δεν συνέτρεχε in concreto η αρνητική δικονομική προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας. Και αυτό γιατί το παραπάνω έγκλημα δεν φέρεται ότι τελέσθηκε κατά την άσκηση των Υπουργικών καθηκόντων του 1ου κατηγορουμένου αλλά ενεργώντας αυτός ως ιδιώτης και συνακόλουθα η ασκηθείσα κατ’ αυτού από 1.7.2011 ποινική δίωξη από την Ολομέλεια της Βουλής ως προς το ίδιο αυτό έγκλημα ήταν αντίθετη προς τις επιταγές του άρ. 86 παρ. 1 του Συντ. και των παρ. 1 και 3 του άρ. 1 του Ν. 3126/2003 και, συνεπώς, ουδέποτε παρήγαγε έννομα αποτελέσματα εκκρεμοδικίας ενόψει και της διατάξεως του άρ. 87 παρ. 2 του Συντ., κατά το οποίο οι δικαστικοί λειτουργοί «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και τους νόμους». Με την ίδια έννοια και για τους ίδιους λόγους δεν υφίσταται και σήμερα, κατά την εκδίκαση κατ’ έφεση της υπό κρίση υπόθεσης, ζήτημα εκκρεμοδικίας. Έτσι το επιπλέον υποστηριζόμενο με την έφεση του 1ου κατηγορουμένου (σελ. 8 της σχετικής έκθεσης) ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, αντί να ασκήσει τα ως άνω κατ’ άρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ καθήκοντά του, όφειλε να διαβιβάσει τη δικογραφία στη Βουλή για να ανακαλέσει πρώτα εκείνη την απ’ αυτή ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ως άνω έγκλημα (της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα) είναι νομικά αβάσιμο, διότι με αυτό τον τρόπο προκαλείται: α) σύγχυση δυο ανεξαρτήτων αρχών που έχουν σαφώς διακριτές αρμοδιότητες για άσκηση ποινικής δίωξης, δηλ. της Βουλής κατ’ άρ. 86 παρ. 1 του Συντ. και του εισαγγελέα κατ’ άρ. 43 ΚΠΔ, β) μη εκτέλεση από τον εισαγγελέα των κατά τα άρ. 43 και 47 ΚΠΔ αρμοδιοτήτων του, και γ) πιθανότητα αρνησιδικίας για τον εξής λόγο: Κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρ. 86 του Συντ., η ευχέρεια της Βουλής να ανακαλεί την ποινική δίωξη κατά Υπουργού για τα εγκλήματα της παρ. 1 του ιδίου άρθρου είναι δυνητική. Τούτο σημαίνει ότι, αν η παραπάνω ποινική δίωξη της Βουλής ουδέποτε ανακληθεί –μέχρι σήμερα, άλλωστε, δεν ανακλήθηκε–, αυτή μεν δεν μπορεί να προχωρήσει δικονομικά, διότι δεν συντρέχουν οι όροι των άρ. 86 του Συντ. και 1 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, αφού εδώ πρόκειται για έγκλημα Υπουργού που φέρεται τελεσθέν όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων του, η δε αντίστοιχη κατάφαση ταυτόχρονα της εκκρεμοδικίας από τον εισαγγελέα ή το ποινικό δικαστήριο θα οδηγούσε στην απόλυτη αδυναμία σε κάθε περίπτωση εκδίκασης της υπόθεσης, πράγμα που αντιβαίνει στο άρ. 87 παρ. 1 του Συντ. Κατόπιν των όσων προηγήθηκαν, γίνεται σαφές ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει η αρνητική δικονομική προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρ. 57 ΚΠΔ ως έκφραση της δικονομικής αρχής “ne bis in idem”, και ως εκ τούτου η για τον λόγο αυτό ένσταση περί του απαραδέκτου της ποινικής δίωξης που προβλήθηκε από τον 1ο κατηγορούμενο πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη.