ΑναφΕισΠλημΑθ 1529/2020

Νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από τα βασικά αδικήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο

Με την τέλεση φορολογικών αδικημάτων αποτρέπεται η ενσωμάτωση του χρηματικού αντικειμένου βεβαιωμένης φορολογικής αξίωσης στην περιουσία του Δημοσίου, καθίσταται δε πλουσιότερος ο δράστης άνευ νομίμου αιτίας λόγω της ενσωμάτωσης του ως άνω αντικειμένου στην περιουσία του. Μεταξύ των εγκλημάτων της νομιμοποίησης εσόδων (άρ. 2 του Ν. 4557/2018) και εκείνων της φοροδιαφυγής (άρ. 66 του Ν. 4174/2013) ή της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρ. 25 του Ν. 1882/1990) υφίσταται αληθής πραγματική συρροή, πλην των περιπτώσεων του άρ. 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 1882/1990 (όπου το χρέος υπερβαίνει τα 100.000 και έως του ποσού των 200.000 ευρώ), άλλως εφόσον τα χρέη έχουν προέλθει από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές ή άλλες αρχές, καθόσον ο νομοθέτης στις περιπτώσεις αυτές δεν θεωρεί ότι υπάρχει περιουσιακό όφελος και συνάμα εγκληματικό προϊόν από τις δραστηριότητες αυτές. Για την στοιχειοθέτηση της νομιμοποίησης δεν αρκεί απλώς η κατοχή της περιουσίας που προέρχεται από τα φορολογικά βασικά αδικήματα, αλλά απαιτούνται διακριτές υλικές πράξεις μετά την τέλεση του βασικού αδικήματος, με τις οποίες προσδίδεται νομιμοφάνεια στα παράνομα έσοδα (εναπόθεση χρημάτων στο τραπεζικό σύστημα, επενδυτικές ενέργειες ή παροχές σε τρίτα πρόσωπα). Η υπόθεση τίθεται στο αρχείο, καθόσον δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από φοροδιαφυγή, αφού τα έντεκα ακίνητα που δεσμεύθηκαν δυνάμει διατάξεως της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (λόγω υπονοιών κτήσεώς τους με έσοδα από πράξεις φοροδιαφυγής) είχαν περιέλθει στην κυριότητα του υπόπτου / καθ’ ου η δέσμευση από νόμιμη αιτία και σε χρόνο απώτερο από τις πράξεις φοροδιαφυγής.

Δείτε περισσότερα εδώ.