ΤρΕφΑθ 8/2017

Περίληψη απόφασης: Εξαίρεση δικαστών. Ο ορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου που θα αποφασίσει επί αιτήσεως (αυτο)εξαίρεσης δικαστή δεν μπορεί να γίνει από τον ασκούντα διοικητικά καθήκοντα προϊστάμενο του δικαστηρίου, παρά μόνον από τον πρόεδρο του δικάζοντος την υπόθεση πολυμελούς δικαστηρίου, ο οποίος είναι ο μόνος νόμιμος δικαστής κατ’ άρθρον 8 Σ. Η προγενέστερη δυσμενής για τα συμφέροντα κάποιου διαδίκου δικαστική κρίση, εφόσον αντικειμενικά δεν δημιουργεί δυσπιστία και υπόνοια μεροληψίας, δεν θεμελιώνει λόγο εξαίρεσης του κρίναντος δικαστή από τη σύνθεση του δικαστηρίου που δικάζει την ίδια υπόθεση σε μεταγενέστερο βαθμό.

Κείμενο απόφασης: […II. Η δικογραφία παραδόθηκε στον Πρόεδρο του 4ου Πολιτικού Τμήματος (Εργατικών Διαφορών) του Εφετείου Αθηνών, Απόστολο Παπαθεοδώρου, με πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του ανωτέρω Εφετείου επί της οποίας ορίσθηκε η σύνθεση του Δικαστηρίου που θα έκρινε την ανωτέρω αίτηση. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος Εφετών Απόστολος Παπαθεοδώρου υπέβαλε το από 26.9.2017 με αριθμ. πρωτ. […] έγγραφό του προς τον Προϊστάμενο του Εφετείου Αθηνών, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:

«Προς Τον κ. Προϊστάμενο του Εφετείου Αθηνών – Ενόψει της από 6.9.2017 δηλώσεως αυτοεξαίρεσης της Εφέτου Τριανταφυλλιάς Πάτρωνα, με αρ. πρωτ. […]/12.9.2017 από την αναφερομένη σε αυτήν υπόθεση, επί της οποίας ορίσατε με την από 12.9.2017 πράξη σας την σύνθεση του Δικαστηρίου που θα κρίνει την δήλωση κωλύματος, επάγομαι τα εξής:

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων α) 54 ΚΠολΔ “Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκη, είναι αρμόδιο το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά. Σε περίπτωση εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.”, β) 55 ΚΠολΔ “1. Δικαστές πολυμελών δικαστηρίων και εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του δικαστηρίου. 2. Υπάλληλοι της γραμματείας των πολυμελών δικαστηρίων, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον προϊστάμενο της γραμματείας. 3. Δικαστές μονομελών πρωτοδικείων και ειρηνοδίκες, καθώς και υπάλληλοι της γραμματείας τους, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου και να απόσχουν από τα καθήκοντά τους εωσότου αυτό αποφασίσει. 4. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο.”, προκύπτει ότι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί η εξαιρούμενη Δικαστής του Μονομελούς Εφετείου (άρθρ. 19 ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 4 § 2 του Ν. 3994/2011, για τις ασκούμενες μετά την 25.7.2011 εφέσεις: άρθρ. 72 § 13 Ν. 3994/2011, βλ. και Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί Αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, τ. 2, Ιούνιος 1973, υπ’ άρθρ. 54, II), το οποίο εν προκειμένω είναι το 4ο Τμήμα του Εφετείου Αθηνών (Εργατικών Διαφορών), η σύνθεση του οποίου έχει καθορισθεί εκ των προτέρων και σε ανύποπτο χρόνο με πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης κατ’ ενάσκηση της διοικητικής αρμοδιότητος του τελευταίου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 1756/1988 (ως ισχύει) και του κανονισμού του Δικαστηρίου, ο καθορισμός όμως ad hoc της προσωπικής συνθέσεως του δικαστηρίου που θα αποφασίσει για την εξαίρεση ή μη του αιτούντος δικαστικού λειτουργού φρονούμε ότι δεν υπάγεται στην άσκηση της διοικητικής αρμοδιότητος του Προϊσταμένου του δικαστηρίου, ως ερχόμενος σε αντίθεση με την αρχή του νόμιμου δικαστή. Ειδικότερα, όπως κάθε δίκη (άρθρ. 8 εδ. α΄ Συντάγματος), και η παρούσα περί εξαιρέσεως πολιτική δίκη διεξάγεται ενώπιον του νόμιμου δικαστή (άρθρ. 109 § 1 ΚΠολΔ): οι δύο, άλλωστε, διατάξεις έχουν ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο. Σημαίνουν ότι το δικαστήριο ως Τμήμα, ενώπιον του οποίου θα γίνει η συζήτηση της υποθέσεως και το οποίο θα εκδώσει την απόφαση, καθορίζεται εκ των προτέρων βάσει του νόμου, και εδώ του κανονισμού λειτουργίας του Εφετείου Αθηνών, σημαίνουν ακόμη ότι και τα συγκεκριμένα πρόσωπα των δικαστών που θα κρίνουν μια υπόθεση πρέπει να καθορίζονται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι κατά την εκάστοτε βούληση του προϊσταμένου του δικαστηρίου (Κεραμέως, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, κεφ. iv, § 47, σελ. 87).

II. Εκ τούτων παρέπεται ότι ο ορισμός της προσωπικής συνθέσεως του δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει από τον ασκούντα διοικητικά καθήκοντα Προϊστάμενο του δικαστηρίου, παρά μόνον από τον Πρόεδρο του δικάζοντος την υπόθεση πολυμελούς δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 301 § 1 ημιπερ. α΄ ΚΠολΔ (1. Τη διάσκεψη τη διευθύνει ο πρόεδρος και την εισήγηση κάνει ο δικαστής που ο πρόεδρος όρισε εισηγητή), καταργουμένου άλλως του δικαιώματος του Προέδρου να ορίσει κατά τη κρίση του Εισηγητή μεταξύ των επτά (7) δικαστών εκ των οποίων αποτελείται το 4ο Τμήμα του Εφετείου Αθηνών (Εργατικών Διαφορών).

III. Εξάλλου από το άρθρο 56 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι “Το αρμόδιο δικαστήριο έχει εξουσία να αποφασίσει για την εξαίρεση των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 52 και αυτεπαγγέλτως, ύστερα από πρόταση του προέδρου ή του εισαγγελέα, έχοντας τη δυνατότητα να ακούσει και τον εξαιρούμενο”, προκύπτει ότι το δικαστήριο επιλαμβάνεται εξαιρέσεως και μετά από πρόταση του Προέδρου του δικάζοντος την υπόθεση πολυμελούς δικαστηρίου, η οποία δεν απαιτείται να είναι έγγραφη, αλλά γίνεται γι’ αυτή αναφορά στην απόφαση που εκδίδεται, μη δυναμένου και εξ αυτού να ορισθεί η προσωπική σύνθεση του δικαστηρίου από άλλο όργανο, εκτός του Προέδρου του, πλην της περιπτώσεως που αιτείται να εξαιρεθεί ο ίδιος, οπότε η δήλωση κωλύματος απευθύνεται στον προϊστάμενο των υπηρεσιών του δικαστηρίου ή το νόμιμο αναπληρωτή του (Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Α΄, 1994, υπ’ άρθρ. 55, αρ. 4, 56, αρ. 1), ο οποίος και καταρτίζει τότε την προσωπική σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. ΕφΠειρ 54/2014, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, όπου ο Πρόεδρος Εφετών Δημήτριος Χονδρογιάννης υπέβαλε στη Διευθύνουσα το Εφετείο Πειραιώς Κλεονίκη Θεοδωροπούλου, Πρόεδρο Εφετών, την από 30.12.2013 και με αριθ. πρωτ. […]/2013 Δήλωση εξαιρέσεως, η οποία ακολούθως όρισε ως σύνθεση του Δικαστηρίου, προκειμένου ν’ αποφανθεί επί της ως άνω δηλώσεως, τους Δικαστές: Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα Προεδρεύουσα Εφέτη, Βασιλική Χάσκαρη και Ουρανία Κουζέλη-Δημήτρουλα, Εφέτες).

IV. Ενόψει αυτών σας επιστρέφουμε την από 6.9.2017 δήλωση αυτοεξαίρεσης της Εφέτου Τριανταφυλλιάς Πάτρωνα με αρ. πρωτ. […]/12.9.2017, προκειμένου να μας διαβιβασθεί η υπόθεση χωρίς καθορισμό της προσωπικής συνθέσεως του δικαστηρίου, για να διενεργηθούν υπ’ εμού περαιτέρω οι διαγραφόμενες από το νόμο ενέργειες, ήτοι ορισμός της προσωπικής συνθέσεως του δικαστηρίου εκ των υπηρετούντων επτά (7) δικαστών από τους οποίους αποτελείται το 4ο Τμήμα του Εφετείου Αθηνών (Εργατικών Διαφορών), χρέωση σε εισηγητή, διάσκεψη, λήψη και έκδοση απόφασης. – Αθήνα, 26.9.2017 – Απόστολος Παπαθεοδώρου, Πρόεδρος Εφετών.»

III. Εν συνεχεία, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, με το από 4.10.2017 και αρ. πρωτ. […] έγγραφό του, διαβίβασε τη δικογραφία προς τον ανωτέρω Πρόεδρο Εφετών για τις δικές του νόμιμες ενέργειες. Κατόπιν τούτου και αφού ορίσθηκε νόμιμα η προσωπική σύνθεση του Δικαστηρίου από τον Πρόεδρο Εφετών του 4ου Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών (Εργατικών Διαφορών) Απόστολο Παπαθεοδώρου με την από 10.10.2017 πράξη του, νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο, που συνεδριάζει σε Συμβούλιο, η από 6.9.2017 αίτηση εξαίρεσης (αυτοεξαίρεσης) της ως άνω Δικαστού και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής.

IV. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που υπηρετούν πρωτίστως την αμεροληψία της Δικαιοσύνης, σαφώς προκύπτει ότι οι δικαστές μπορεί να προτείνουν την αυτοεξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο, αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, και ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα. Η δήλωση αυτή του κωλύματος δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό και μπορεί να γίνει και στη διάσκεψη της υπόθεσης για την έκδοση της σχετικής απόφασης, οπότε, αν αποφασισθεί η έξοδος του εξαιρετέου από τη σύνθεση δικαστή, το δικαστήριο οφείλει να απόσχει από την εκδίκαση της υπόθεσης (ΑΠ 475/2012, ΑΠ 714/2010 ΝΟΜΟΣ).

V. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών στις 28.3.2017 της υπ’ αριθμ. πινακίου […] υπόθεσης, που αφορά την κρινόμενη με αριθμ. καταθέσεως […]/2.7.2012 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 442/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά τη μελέτη της προκείμενης υπόθεσης, η παραπάνω δηλούσα Δικαστής, η οποία δίκασε την εν λόγω υπόθεση, έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση αυτοεξαίρεσής της, γι’ αυτό υπέβαλε ενώπιον του Προέδρου του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών την από 6.9.2017 αίτηση εξαίρεσης (αυτοεξαίρεσης), όπως το περιεχόμενο αυτής παρατίθεται αυτολεξεί στην αρχή της παρούσας απόφασης (υπό στοιχ. Ι).

VI. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι ο εκκαλών, διά της πληρεξουσίας του δικηγόρου στην από 31.3.2017 προσθήκη-αντίκρουση ζητά την εξαίρεση της Εφέτου Τριανταφυλλιάς Πάτρωνα, από την προαναφερόμενη υπόθεση, προβάλλοντας ως λόγο εξαίρεσής της την εσφαλμένη, κατά την κρίση του, γνώμη σε άλλες υποθέσεις που χειρίστηκε στο παρελθόν η ως άνω Δικαστής και την έκδοση απορριπτικών για τους ενάγοντες των υποθέσεων εκείνων αποφάσεων, με αντικείμενο το ίδιο με την κρινόμενη υπόθεση και συγκεκριμένα την επιδίκαση της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, αιτείται δε, σε περίπτωση που δεν κάνει δεκτή η Δικαστής την αγωγή του, να αυτοεξαιρεθεί, κρίνεται ότι δεν υφίστανται αντικειμενικά λόγοι προσωπικής ευπρέπειας που να επιβάλλουν στη δηλούσα Εφέτη να απέχει των καθηκόντων της ή ότι η έκδοση απορριπτικής αποφάσεως επί της προκείμενης υπόθεσης είναι ικανή αντικειμενικά να δημιουργήσει δυσπιστία και υπόνοια μεροληψίας για τη συγκεκριμένη δικαστική λειτουργό κατά την έκδοση απόφασης, αφού η δυσπιστία ή η υπόνοια πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα γεγονότα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, εφόσον ούτε ο εκκαλών ισχυρίζεται (ούτε, άλλωστε, πιθανολογήθηκε κάτι τέτοιο) ότι η προεκτεθείσα, έστω δυσμενής για τα συμφέροντά του, έκφραση δικαστικής κρίσης από την εν λόγω Δικαστή αποτελεί προϊόν μεροληψίας. Ο δικαστικός λειτουργός, κατά το άρθρο 87 παρ. 1, 2 του Συντάγματος, απολαύει κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, και τούτο έχει θεσπισθεί προκειμένου να προστατευθεί η προσωπικότητα του δικαστικού λειτουργού, ώστε να προχωρεί ανεμπόδιστος στην άσκηση του λειτουργήματός του και όχι να παρεμποδίζεται, όταν δεν γίνεται αρεστός στους παράγοντες της δίκης, όταν μάλιστα η «δυσαρέσκεια» των τελευταίων επιχειρείται να στηριχθεί στη δικαιοδοτική κρίση του Δικαστή, δεδομένου ότι αυτή, έστω και εσφαλμένη, δεν θεμελιώνει λόγο εξαίρεσης, ειδικότερα δε δεν δημιουργεί υπόνοια μεροληψίας (ΑΠ 248/2017, ΑΠ 534/2016, ΑΠ 357/2015 Α΄ Δημ. Νόμος, ΤρΕφΑνατΚρ 271/2014 Α’ Δημ. Νόμος). Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη…]