Αθροιστική έκτιση ποινών (άρ. 108 ΠΚ)
Περίληψη διάταξης: Υφ’ όρον απόλυση (άρ. 105 ΠΚ). Ο ουσιαστικού ποινικού δικαίου θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης δεν αποτελεί απαλλαγή του καταδικασθέντος από την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή, αλλά στάδιο εκτέλεσης αυτής, κατά το οποίο επιδιώκεται η αποτροπή της υποτροπής του τελευταίου και η ομαλότερη κοινωνική του επανένταξη, διαφέρει δε από τον θεσμό της αναστολής της ποινής (άρ. 99 ΠΚ), καθόσον η αναστολή συνεπάγεται την άρση της επιβαλλόμενης ποινής, ώστε αυτή να θεωρείται ως μη επιβληθείσα. Σε ποιες περιπτώσεις διατάσσεται ανάκληση (άρ. 107 ΠΚ) και σε ποιες άρση (άρ. 108 ΠΚ) της υφ’ όρον απόλυσης. Η ποινή στην οποία αναφέρεται η άρση τής υπό τον όρο της ανάκλησης χορηγουμένης απολύσεως και η επακολουθούσα αθροιστική έκτιση (κατ’ άρ. 108 ΠΚ) της νέας ποινής με το υπόλοιπο της προηγουμένης εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις όπου συντρέχουν οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις, ακόμη κι αν η άρση συμπέσει με τον παράλληλο θεσμό της ανάκλησης της αναστολής. Η αθροιστική εκτέλεση αφορά στην νέα ποινή και στο υπόλοιπο της προηγουμένης, όχι όμως στο τμήμα της προηγούμενης ποινής το οποίο έχει ήδη εκτίσει ο καταδικασθείς μέχρι την υφ’ όρον απόλυσή του. Η απαγόρευση του καθορισμού συνολικής ποινής μεταξύ της νέας ποινής και της προηγουμένης (ήτοι, η αθροιστική έκτιση της νέας ποινής με την ποινή που έχει ανασταλεί ή του υπολοίπου της ποινής για την οποία χορηγήθηκε υφ’ όρον απόλυση, σε περίπτωση άρσεως της αναστολής ή της υφ’ όρον απόλυσης, αντιστοίχως), εφαρμόζεται και πριν ακόμη καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η νέα ποινή. Επί επιβολής νέας ποινής για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τον χρόνο της δοκιμασίας εκτίεται πρώτα ολόκληρο το ανασταλέν υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής και ακολούθως η νέα ποινή που επιβλήθηκε για το τελευταίο αυτό έγκλημα. Δεν παραβιάσθηκαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρ. 107 επ. ΠΚ από την συγχώνευση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης πέντε μηνών για το διαπραχθέν κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του υφ’ όρον απολυθέντος έγκλημα της κλοπής, και ολόκληρου του ανασταλέντος υπολοίπου της προηγούμενης ποινής για την οποία είχε χορηγηθεί η υφ’ όρον απόλυση, διότι για την εφαρμογή του άρ. 108 ΠΚ απαιτείται ο υφ’ όρον απολυθείς να καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, ως εκ τούτου δε δεν συντρέχει ο αναιρετικός λόγος του άρ. 510 παρ. 1 περ. Ε΄ ΚΠΔ. Είναι δυνατή η συνεπιμέτρηση με άλλες ποινές της ποινής που επιβλήθηκε στον υφ’ όρον απολυθέντα, εφόσον αυτή συναντάται με τις πρώτες κατά την εκτέλεση, πλην όμως για άλλες πράξεις, εφόσον δηλαδή πρόκειται για ποινές αναφερόμενες σε εγκλήματα που τέλεσε ο δράστης εκτός του χρόνου της δοκιμασίας.
Κείμενο διάταξης: Αφού λάβαμε υπ’ όψιν το συνημμένο αριθμ. πρωτ. […]/14.9.2017 έγγραφο του Εισαγγελέως Πρωτοδικών το οποίο, κατ’ ορθήν εκτίμησιν του περιεχομένου του, διαλαμβάνει αίτημα περί ασκήσεως εκ μέρους μας αναιρέσεως, κατά τη ρύθμιση του άρ. 551 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ, κατά της υπ’ αριθμ. […]/30.6.2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για εσφαλμένη εφαρμογή (άρ. 510 παρ. 1 Ε΄ ΚΠΔ) της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως –καθ’ ο μέρος της αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής– του άρ. 551 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ επαγόμεθα τα εξής:
Είναι γνωστό ότι επί του εφαρμοζομένου κατ’ άρ. 108 ΠΚ συστήματος της αθροιστικής εκτίσεως των ποινών που επιβάλλονται στους υπό όρο απολυθέντες για τα εγκλήματα που διαπράττουν εντός της δοκιμαστικής περιόδου του άρ. 109 ΠΚ με το ανασταλέν υπόλοιπο της προηγουμένης ποινής τους ισχύουν τα ακόλουθα:
1ον: Ο θεσμός της απολύσεως υπό όρο του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή είναι ένας προοδευτικός θεσμός του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (εντάσσεται, άλλωστε, στις ουσιαστικές διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα) που δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεώς της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με την βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του επανένταξη.
2ον: Διαφέρει από το θεσμό της αναστολής της ποινής, που ρυθμίζεται από το άρ. 99 ΠΚ, καθόσον η μεν αναστολή σημαίνει άρση της επιβαλλομένης ποινής, η δε υφ’ όρο απόλυση μορφή εκτέλεσης της ποινής, λειτουργική συνέχιση της εκτελέσεως ή έκτιση με άλλον τρόπο. Επιπλέον, εάν δεν ανακληθεί η αναστολή, η ποινή λογίζεται ότι δεν επιβλήθηκε, ενώ, εάν δεν ανακληθεί η υφ’ όρο απόλυση, η ποινή λογίζεται ότι εκτίθηκε.
3ον: Εάν ο απολυόμενος υπό όρο αποδειχθεί ανάξιος του σωφρονιστικού αυτού μέτρου μέσα στο χρονικό όριο το ορισμένο από το άρ. 109 ΠΚ (χρόνος δοκιμασίας), επέρχονται σε αυτόν οι δυσμενείς συνέπειες είτε του άρ. 107 (ανάκληση απολύσεως) είτε του άρ. 108 (άρση απολύσεως) ΠΚ. Η πρώτη επέρχεται πάντοτε με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου του τόπου εκτίσεως της ποινής, για το λόγο ότι ο καταδικασμένος δεν συμμορφώθηκε με τους όρους που του επιβλήθηκαν και για το λόγο ότι εκτράπηκε σε κακή διαγωγή. Η δεύτερη (η άρση) επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιας δικαστικής αποφάσεως, για το λόγο ότι ο καταδικασμένος διέπραξε κατά το διάστημα της δοκιμασίας έγκλημα από δόλο, που τιμωρήθηκε οποτεδήποτε με ποινή φυλακίσεως ανωτέρα του 1 έτους (και προηγουμένως, ήτοι προ της ισχύος του Ν. 4139/2013, διά του άρ. 67 παρ. 2 του οποίου τροπ. το άρ. 108 ΠΚ, ποινή φυλακίσεως ανωτέρα των 6 μηνών).
4ον: Από διατάξεις των άρ. 105, 107, 108 και 109 ΠΚ συνάγεται ότι η ποινή, στην οποία αναφέρεται η άρση της υπό όρο της ανακλήσεως χορηγουμένης απολύσεως, και η επακολουθούσα αθροιστική έκτιση της νέας ποινής με το υπόλοιπο της προηγούμενης εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις, έστω και εάν συμπέσει με τον παράλληλο θεσμό της ανακλήσεως της αναστολής. Το δε αντιθέτως υποστηριζόμενο, ότι μετά την ανάκληση της υφ’ όρο απολύσεως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρ. 108 ΠΚ, της αυτοδικαίας δηλ. άρσεως της απολύσεως και της αθροιστικής εκτίσεως του υπολοίπου της ποινής, θα προσέκρουε στην πρόδηλη αντεγκληματική επιδίωξη του νομοθέτη, την αποτροπή δηλαδή πιθανής υποτροπής με την αυστηρότερη μεταχείριση του καταδίκου και την αθροιστική έκτιση της νέας ποινής για σοβαρό έγκλημα κατά τη δοκιμαστική περίοδο και θα κατέληγε στο εντελώς παράλογο αποτέλεσμα, να αποφεύγει δηλαδή ο κατάδικος την αθροιστική έκτιση, για μόνο το λόγο ότι (εκτός από το εν λόγω έγκλημα) παραβίασε και τους όρους της αποφάσεως προσωρινής απολύσεώς του, ώστε να διαταχθεί με απόφαση η ανάκλησή της (όρ. ΑΠ 663/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄/271).
5ον: Η αθροιστική δε εκτέλεση αναφέρεται στη νέα ποινή και στο υπόλοιπο της προηγούμενης, και όχι και στο τμήμα της προηγούμενης αυτής ποινής που έχει εκτίσει ο καταδικασμένος μέχρις ότου απολυθεί υφ’ όρο. Επομένως, για μεν το μέρος της ποινής που δεν είχε εκτιθεί κατά την απόλυση υπό όρο θα γίνει και στην παραπάνω περίπτωση αθροιστική έκτιση, ενώ για το τμήμα της ίδιας ποινής που είχε ήδη εκτιθεί κατά το χρόνο της απολύσεως του καταδίκου υπό όρο δεν μπορεί να γίνει καθορισμός συνολικής ποινής κατά το άρ. 97 ΠΚ, που ορίζει ότι η διάταξη του άρ. 94 παρ. 1 (που αφορά την επιβολή μιας συνολικής ποινής σε περίπτωση περισσότερων στερητικών της ελευθερίας ποινών) εφαρμόζεται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή, και τούτο διότι ακριβώς το τμήμα της ποινής πριν από την απόλυση υπό όρο έχει εκτιθεί κατά το χρόνο της νέας καταδίκης. Το τμήμα, δηλαδή, της προηγούμενης ποινής και η νέα ποινή που επιβλήθηκε στον καταδικασμένο για έγκλημα που διέπραξε εντός του χρόνου της δοκιμασίας για το οποίο τιμωρήθηκε με ποινή άνω του έτους δεν μπορεί να συνεπιμετρηθούν για να καθοριστεί μεταξύ τους συνολική ποινή, διότι δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεση για τον καθορισμό συνολικής ποινής, που είναι η συνάντηση των συντρεχουσών ποινών κατά την εκτέλεση (έτσι Π. Παπανδρέου, Η συνολική ποινή, 2003, σελ. 153).
6ον: Η απαγόρευση του καθορισμού συνολικής ποινής μεταξύ της νέας ποινής και της προηγούμενης ή άλλως η σωρευτική (αθροιστική) έκτιση της νέας ποινής με την ποινή που έχει ανασταλεί ή του υπόλοιπου μέρους της ποινής, για την οποία χορηγήθηκε υπό όρο απόλυση, σε περίπτωση άρσεως της αναστολής ή της υπό όρο απολύσεως, αντιστοίχως, εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η νέα ποινή καταστεί αμετάκλητη, αλλά και πριν ακόμη γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση που επέβαλε αυτήν τη νέα ποινή, διότι και προ του αμετακλήτου της συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος της απαγορεύσεως, της σωφρονιστικής δηλαδή κυρώσεως του καταδικασμένου, για το λόγο ότι αυτός, κατά το χρόνο της δοκιμασίας του, εκτράπηκε σε νέα εγκληματική διαγωγή (όρ. ΟλΑΠ 2-3/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 434/2001 […], ΑΠ 1258/1986 ΠοινΧρ 1987, 74).
7ον: Πρώτα εκτίεται ολόκληρο το ανασταλέν υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής και στη συνέχεια η νέα ποινή που επιβλήθηκε για το έγκλημα που διέπραξε κατά το χρόνο της δοκιμασίας. Η διαδοχική αυτή σειρά της εκτίσεως συνάγεται από την ανάλογη ρύθμιση του παρόμοιου θεσμού της αναστολής εκτελέσεως της ποινής κατά το άρ. 102 ΠΚ, που ορίζει ότι η ποινή που επιβλήθηκε με την νέα καταδίκη εκτελείται στην συνέχεια μετά την ποινή που έχει ανασταλεί.
Εν προκειμένω, ο Χ.Κ. του Β., ο οποίος εξέτιε ποινή καθείρξεως 8 ετών, 8 μηνών, 20 ημερών και χρηματική ποινή 350 ευρώ, που είχε καθορισθεί ως εκτιτέα απ’ αυτόν συνολική ποινή με την υπ’ αριθμ. 482/2013 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, έτυχε υφ’ όρον απολύσεως με το υπ’ αριθμ. 414/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και απολύθηκε (αποφυλακίσθηκε) υπό τον όρο ανακλήσεως την 2.12.2013, με χρόνο δοκιμασίας την 16.12.2016, με υπόλοιπο ποινής 2 έτη, 11 μήνες και 1 ημέρα. Εν συνεχεία δε ανακλήθηκε κατ’ άρ. 107 ΠΚ η χορηγηθείσα σε αυτόν υφ’ όρον απόλυσή του, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 140/2016 Βουλεύματος του αυτού ως άνω Δικαστικού Συμβουλίου. Ο ίδιος, όμως, κατά το από 4.11 έως και την 6.11 του έτους 2014, δηλαδή εντός του χρόνου δοκιμασίας από την απόλυσή του, διέπραξε και νέο από δόλο έγκλημα (κλοπή από κοινού κατ’ άρ. 45 και 372 παρ. 1 ΠΚ), για το οποίο καταγνώσθηκε σε βάρος του, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1765/15.3.2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Πατρών, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών.
Ακολούθως, υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών την από 15.5.2017 αίτησή του, διά της οποίας δήλωσε ότι παραιτείται της ασκήσεως ενδίκων μέσων, ζήτησε την συγχώνευση των ποινών που του είχαν επιβληθεί με τις ως άνω α) 482/2013 και β) 1765/2017 αποφάσεις. Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών έκανε δεκτή την εν λόγω αίτηση, με την συνημμένη υπ’ αριθμ. 501/2017 απόφασή του, και καθόρισε τη συνολική ποινή που έπρεπε να εκτίσει ο αιτών-κατάδικος σε 8 έτη, 8 μήνες, 20 ημέρες και 2 μήνες, αποτελούμενη από τη βαρύτερη ποινή 8 ετών, 8 μηνών, 20 ημερών καθείρξεως των 24 ετών και 8 μηνών που επιβλήθηκε με την ανωτέρω πρώτη απόφαση, επαυξημένη κατά 2 μήνες από τις ποινή της δεύτερης.
Έτσι που έκρινε το άνω Δικαστήριο, ουδόλως παραβίασε τις προμνησθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, καθόσον συνέτρεχε, εν προκειμένω, νόμιμη περίπτωση τέτοιας συγνωνεύσεως, αφού ο ανωτέρω αιτών, ναι μεν διέπραξε νέο εκ δόλου έγκλημα (κλοπή) εντός του χρόνου δοκιμασίας του, πλην καταδικάσθηκε σε 5μηνη ποινή φυλακίσεως (φυλάκιση), υπολειπομένη ωστόσο του ορίου (άνω του έτους) η οποία τίθεται ως ουσιώδες προαπαιτούμενο, προκειμένου να ενεργοποιηθεί κατ’ άρ. 108 ΠΚ η σωφρονιστική κύρωση της αθροιστικής εκτίσεως και ολοκλήρου του ανασταλέντος υπολοίπου της προηγουμένης ποινής για την οποία ο αιτών, καθ’ α προεκτέθησαν, είχε απολυθεί υπό όρο και ανεξαρτήτως του ότι είχε χωρήσει ανάκληση κατά τη ρύθμιση του άρ. 107 ΠΚ της υπό όρο απολύσεώς του. Άξιον ιδιαιτέρας επισημάνσεως τυγχάνει το ότι είναι δεκτική συνεπιμετρήσεως, κατ’ άρ. 94 παρ. 1, 97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ, με άλλες ποινές η ποινή που επιβλήθηκε στον υφ’ όρο απολυθέντα αν συναντάται με τις πρώτες κατά την εκτέλεση, πλην για άλλες πράξεις, εφόσον δηλαδή πρόκειται για ποινές που αναφέρονται σε εγκλήματα που τέλεσε εκτός της δοκιμαστικής περιόδου (όρ. ΟλΑΠ 2-3/2005 όπ.π., ΑΠ 1381/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ως εκ του ότι εν προκειμένω ουδεμία εσφαλμένη εφαρμογή του συστήματος της συνολικής ποινής υπήρξε, ουδείς συντρέχει νόμιμος λόγος όπως προβούμε κατά τη ρύθμιση του άρ. 551 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ στην αιτουμένη άσκηση αναιρέσεως, κατά της ύπερθεν υπ’ αριθμ. 501/30.6.2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών.