Αναχθείσα υπό της νεωτέρας επιστήμης εις ιδίαν νομικήν μορφήν, κειμένην μεταξύ καταπιστευτικής εκχωρήσεως και απλής εντολής προς είσπραξιν απαιτήσεως, η «εξουσιοδότησις προς είσπραξιν» („Einziehungsermächtigung“) παρέχει εις τον εξουσιοδοτούμενον το δικαίωμα όπως εισπράξη ιδίω ονόματι αλλοτρίαν απαίτησιν, εν αμφιβολία δε και όπως επιδιώξη, ως μη δικαιούχος διάδικος, την καταδίκην του οφειλέτου εις την πληρωμήν αυτής. Αμφοτέρας τας εν λόγω εξουσίας αναγνωρίζει ο ν. 4354/2015 εις τας Εταιρείας Διαχειρίσεως Χρηματοπιστωτικών Απαιτήσεων („Kreditverwaltungsgesellschaften“), εις τας οποίας ανατίθεται, πέραν της λογιστικής και νομικής παρακολουθήσεως απαιτήσεων προερχομένων εκ δανείων και πιστώσεων (άρθρ. 2 παρ. 2β΄), και «…κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων…» (2 παρ. 4α΄). Ποίον όμως το θεμέλιον και ποίον το είδος της νομιμοποιητικής εξουσίας των διαχειριστικών εταιρειών προς διεξαγωγήν δικών υπό την ιδιότητα των μη δικαιούχων διαδίκων; Πρόκειται περί νομίμου ή συμβατικής θεμελιώσεως της νομιμοποιήσεως τούτων; Πρόκειται περί αποκλειστικής ή συντρεχούσης νομιμοποιήσεως; Ποία η προσήκουσα ερμηνεία εις περίπτωσιν αμφιβολίας ως προς τον αποκλειστικόν ή τον συντρέχοντα χαρακτήρα της νομιμοποιήσεως και ποίας διαδικαστικάς πράξεις αύτη, ως αποκλειστική ή συντρέχουσα, περικλείει; Ποίος φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως του ισχυρισμού, ότι η νομιμοποίησις των εταιρειών είναι αποκλειστική ή συντρέχουσα; Εις τα ερωτήματα αυτά απαντά η παρούσα γνωμοδότησις.
Δείτε περισσότερα εδώ.