Με έναυσμα το κίνημα «Δίκαιο και Λογοτεχνία», το οποίο αναπτύχθηκε πριν από πενήντα περίπου χρόνια στις ΗΠΑ με τη μορφή ενός ακαδημαϊκού κινήματος αρχικά ως αντίδραση στη λεγόμενη «Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου», η παρούσα μελέτη διερευνά αν πράγματι (και με ποιους συγκεκριμένους τρόπους) η μελέτη της λογοτεχνίας μπορεί να συμβάλει στην καλλιέργεια της νομικής επιστήμης και των λειτουργών της.
Κηρύσσεται αναρμόδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για την ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης, καθόσον, σύμφωνα με το άρ. 3 του Ν. 4022/2011, αρμόδιο να κρίνει σχετικά με τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, η οποία χαρακτηρίσθηκε από τον εισαγγελέα κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης ως απιστία στην υπηρεσία από κοινού, κατ’ εξακολούθησιν, με συνολική ζημία άνω των 120.000 ευρώ, καθώς και για την συνδρομή ή μη επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη, είναι το Συμβούλιο Εφετών.
Η θέσπιση αστικής ευθύνης των διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών έναντι των εταιρικών πιστωτών χρησιμοποιείται από τον Έλληνα νομοθέτη ως εργαλείο αντιμετώπισης της εκ μέρους τους κακοδιαχείρισης κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Το ενδιαφέρον της παρούσας μελέτης επικεντρώνεται στο ερώτημα, κατά πόσο το εν λόγω εργαλείο πράγματι συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της παρέλκυσης της διαδικασίας της πτώχευσης.
Αναιρείται λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του άρ. 231 ΠΚ η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία και ηθική αυτουργία στην πράξη, διότι δεν εφαρμόσθηκε αναδρομικώς η ευμενέστερη διάταξη του άρ. 31 του Ν. 3904/2010, με την οποία κατέστη πταίσμα η οδήγηση οχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα η πράξη του υποθαλπόμενου προσώπου να μην είναι πλέον ούτε πλημμέλημα ούτε κακούργημα και να μην υφίσταται στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απόπειρας υπόθαλψης.
Με το άρθρο 13 παρ. 4 Ν. 3658/2008 θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων κατά την κρατική προστατευτική αρχή με σκοπό την ποινική καταστολή της παράνομης διακίνησης των ελληνικών αρχαιοτήτων στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου έργων τέχνης. Η έκταση της εφαρμογής του άρθρου 55 Ν. 3028/2002, που προβλέπει μια διακεκριμένη περίπτωση αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (394 ΠΚ) και αποτελεί βασική διάταξη για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης των ελληνικών αρχαιοτήτων στην αλλοδαπή, επηρεάζει έτσι εμμέσως και την έκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, η διάσταση αντίληψης μεταξύ των λοιπών ευρωπαϊκών και άλλων δυτικών κρατών και της Ελλάδας σχετικά με την θέση αυτών των πολιτιστικών αγαθών εκτός συναλλαγής και τον αποκλεισμό των ιδιωτών από την ιδιοκτησία τους δημιουργεί ζητήματα πλάνης στο πρόσωπο των αλλοδαπών συναλλασσομένων επ’ αυτών. Ο δόλος που απαιτείται για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος αποτελεί παλαιόθεν αντικείμενο θεωρητικής συζήτησης, ιδίως σε σχέση με την αξιόποινη προέλευση του υλικού αντικειμένου. Στο παρόν προτείνεται για τη διάγνωση του δόλου αυτού ένας συνδυασμός των παραδοσιακών «ενδειγμάτων» που απαριθμεί η αιτιολογική έκθεση του Ποινικού Κώδικα με τα κριτήρια καλοπιστίας που περιλαμβάνει η Σύμβαση Unidroit, η νέα ευρωπαϊκή Οδηγία και ήδη ο Ν. 4355/2015.
Η κατάσχεση εις χείρας τετάρτου δεν προβλέπεται μεν ρητώς στον ισχύοντα ΚΠολΔ, πλην όμως πρόκειται για επιτρεπτή δικονομική απλούστευση, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης. Επομένως, η επιβολή της πρέπει να θεωρείται νόμιμη και συμβατή με το σύστημα του δικονομικού μας δικαίου.