Μεταξύ εκβίασης και απάτης υπάρχει, κατά κανόνα, σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού και όχι αληθινής ή φαινομένης συρροής, γιατί η περιουσιακή μετακίνηση στην μεν απάτη επέρχεται με εξαπάτηση, στην δε εκβίαση με εξαναγκασμό· υπό όρους, είναι δυνατόν η απάτη και η εκβίαση να συρρέουν αληθώς κατ’ ιδέαν, όταν η επέλευση της περιουσιακής βλάβης στο πρόσωπο του παθόντος θεμελιώνεται στην σύγχρονη παράλληλη συμβολή της απειλής ή της βίας και στις ψευδείς παραστάσεις του υπαιτίου.
Η μελέτη ασχολείται με την –καινοτόμο για το ελληνικό δίκαιο– διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/104 (= άρθρο 14 παρ. 3 του N. 4529/2018), διά της οποίας το ενωσιακό δίκαιο επεμβαίνει δραστικά στο μέτρο αποδείξεως, που μέχρι πρόσφατα παρέμενε στην αρμοδιότητα του εσωτερικού νομοθέτη των κρατών μελών.
Η άσκηση του ενιαίου δικαιώματος ψήφου, που αντιστοιχεί σε κάθε κοινή μετοχή, από έναν ή περισσότερους συνδικαιούχους αυτής (αντί από όλους μαζί, όπως επιβάλλει η αρχή της συλλογικής διοίκησης του κοινού πράγματος), καθιστά τη σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας όχι ανυπόστατη αλλά ακυρώσιμη.
Αντικείμενο της μελέτης αποτελούν ορισμένα ζητήματα που αναφύονται κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 10 Ν. 2408/1996. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι προϋποθέσεις μη διακοπής της προσωρινής κράτησης, όταν τούτη συναντάται με εξαγοράσιμη για άλλο αδίκημα ποινή. Παράλληλα, αναδεικνύονται οι πρακτικές συνέπειες της συνάντησης αυτής, οι οποίες οδηγούν στον συνυπολογισμό της έκτισης της ποινής που εξαγοράστηκε στο χρόνο υποδικίας και στη συνακολούθως ενδεχόμενη αποφυλάκιση του κρατουμένου.
Με τον Ν. 4529/2018 το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε στις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/104 για την αστική ευθύνη λόγω παραβάσεων του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού. Το άρθρο 3 του Ν. 4529/2018 αναγνωρίζει μεν ρητώς στον ζημιωθέντα αξίωση πλήρους αποζημίωσης, δεν προσδιορίζει όμως τον οφειλέτη της. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί, με συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, να προσδιορίσει ποια πρόσωπα φέρουν την ιδιότητα του οφειλέτη κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 3.
Αναιρείται εν μέρει, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απάτη, τελεσθείσα κατά συναυτουργία, από την οποία προκλήθηκε ιδιαιτέρως μεγάλη ζημία, και για παράβαση του άρ. 11 του Ν. 5227/1931 “περί μεσαζόντων”, κατά συναυτουργία, καθ’ ο μέρος κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση του άρ. 11 του Ν. 5227/1931 ο κατηγορούμενος, ο οποίος, προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε ψευδώς από κοινού με την συγκατηγορουμένη του ότι είχε διασυνδέσεις και πολιτικές γνωριμίες, πείθοντας έτσι τον παραπλανηθέντα και ζημιωθέντα να τους καταβάλει το ποσό των 55.000 ευρώ, προκειμένου ο τελευταίος να λάβει άδεια λειτουργίας πρακτορείου ΠΡΟΠΟ, διότι η πράξη που προβλέπεται στο άρ. 11 του Ν. 5227/1931 έχει καταστεί ανέγκλητη, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο περ. ΙΕ υποπερ. 20 του Ν. 4254/2014.