Στην μελέτη ερευνάται το συνήθως εμφανιζόμενο στην δικαστική πράξη ζήτημα αν –στην περίπτωση που πάνω σε πλειστηριαζόμενο ακίνητο, επί του οποίου υφίστατο ήδη εγγεγραμμένη υποθήκη (ή προσημείωση), συνεστήθη μεταγενεστέρως κάποια προσωπική δουλεία (π.χ. επικαρπία ή οίκηση), ο δε πλειστηριασμός αυτού επισπεύδεται βάσει της κατασχέσεως που επέβαλε τρίτος– το μεταγενεστέρως συσταθέν περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα επιβιώνει, δυνάμενο ως εκ τούτου να αντιταχθεί κατά του αναγγελθέντος ενυπόθηκου δανειστή.
Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά το μέρος με το οποίο απερρίφθησαν αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας σχετικά με την αποδεικτική αξιοποίηση απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών – τυχαίων ευρημάτων που είχαν προκύψει από την άρση του απορρήτου άλλης, διαφορετικής και μη συναφούς δικογραφίας, διότι α) δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρ. 25 ΠΚ επί παραβιάσεως διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του, με σκοπό να κριθούν σύννομες δικονομικές ενέργειες, τελεσθείσες καθ’ υπέρβασιν της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, και β) δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και της σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από την δικαστική αυθαιρεσία.
Το δικαίωμα του δανειστή να επιλέξει οφειλέτη στο πλαίσιο της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον (άρθρο 482 ΑΚ) δεν ασκείται καταχρηστικά εκ μόνου του λόγου ότι ο δανειστής αποφασίζει να μην στραφεί κατά του οικονομικά ισχυρότερου συνοφειλέτη του.
Κηρύσσονται ένοχοι για χρήση πλαστών εγγράφων και απάτη από κοινού κατά συρροή, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί εμπορικών σημάτων (άρ. 156 παρ. 1 στ. α΄ σε συνδ. με άρ. 125 παρ. 3 Ν. 4072/2012) και πνευματικής ιδιοκτησίας (άρ. 66 παρ. 1 Ν. 2121/1993) οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι εν γνώσει τους και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των πελατών διέθεσαν μη γνήσια προϊόντα σε κατάστημα παιχνιδιών, έθεσαν δε σε κυκλοφορία το πνευματικό έργο και τις ετικέτες των διεθνώς αναγνωρισμένων και κατοχυρωμένων σημάτων των επώνυμων εταιρειών χωρίς την συναίνεση των τελευταίων.
Η εκχώρηση των τιτλοποιούμενων (με βάση τον Ν. 3156/2003) απαιτήσεων επέρχεται με την καταχώριση της συμφωνίας μεταβίβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000. Η εταιρεία διαχείρισης των εν λόγω απαιτήσεων δεν έχει την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, όπως η εταιρεία διαχείρισης του Ν. 4354/2015. Επιτρέπεται η αναμεταβίβαση στην εκχωρήτρια εταιρεία των απαιτήσεων που αυτή μεταβίβασε για σκοπούς τιτλοποίησης, αρκεί η εν λόγω αναμεταβίβαση να καταχωρισθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000.
Κηρύσσονται αθώοι οι κατηγορούμενοι για το αδίκημα της απιστίας, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι οι ενέργειές τους παραβίασαν τις αρχές της πιστοδοτικής πολιτικής, τις εγκυκλίους της ΤτΕ, τις εσωτερικές εγκυκλίους, ούτε ότι επέφεραν στην περιουσία της τράπεζας βέβαιη ζημία. Αθώος κηρύσσεται και ο κατηγορούμενος (μέλος του ομίλου) για ηθική αυτουργία σε απιστία, εφόσον η σχέση του με τους λοιπούς κατηγορουμένους εξαντλούνταν στην συνήθη κατά την τραπεζική πρακτική και δεν βασιζόταν σε σχέση γνωριμίας και εξάρτησης.
Στην παρούσα μελέτη θίγεται το ζήτημα της ποινικής προστασίας των φύσει και θέσει αδυνάμων από πράξεις εξαναγκασμού προς διαμόρφωση βούλησης, όπως αυτές τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. Η μελέτη δομείται σε δύο άξονες: επιχειρεί να προσδιορίσει, αφενός μεν την πράξη εξαναγκασμού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν εκφράζεται ως προς αυτήν ομοιόμορφα στο σύνολο των σχετικών κυρωτικών διατάξεων, αφετέρου δε την έννοια του αδύναμου ατόμου, στην οποία ο νομοθέτης δεν περιλαμβάνει πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, ενώ ορισμένες φορές αρκείται γενικά στην απαίτηση διαπίστωσης αδυναμίας αυτοϋπεράσπισης.
Οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) διαθέτουν εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι, ακόμα και όταν έχουν αναλάβει την διαχείριση των εκχωρούμενων απαιτήσεων στο πλαίσιο εφαρμογής (όχι του Ν. 4354/2015 αλλά) του Ν. 3156/2003.