Μια από τις συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης είναι η υπερβολική αύξηση του αριθμού των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων. Μέχρι πολύ πρόσφατα η εκχώρηση των απαιτήσεων εκ των δανείων αυτών διεπόταν από τις ΑΚ 455 επ., πράγμα που σήμαινε ότι η τράπεζα, προς εκπλήρωση της υποχρέωσής της που πηγάζει από την ΑΚ 456, έπρεπε να παράσχει στον εκδοχέα κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την ενάσκηση των εκχωρούμενων απαιτήσεων. Όπως είναι φανερό, πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν το πρόσωπο του πελάτη-φυσικού προσώπου («δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»), ενώ η διαβίβασή τους στον εκδοχέα υπάγεται στην έννοια της «επεξεργασίας» αυτών. Από συνταγματική σκοπιά, συγκρούονται εν προκειμένω η οικονομική ελευθερία της εκχωρήτριας τράπεζας και το περιουσιακής φύσεως δικαίωμα του εκδοχέα στις απαιτήσεις που του εκχωρήθηκαν από τη μία πλευρά και από την άλλη το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού του δανειολήπτη-οφειλέτη. Στον σχετικά πρόσφατο Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας (2015) γίνεται ρητή αναφορά στην δυνατότητα πώλησης των απαιτήσεων αυτών, τίθεται όμως αυτή υπό την επιφύλαξη της συμβατότητάς της με το ελληνικό δίκαιο, δηλαδή προϋποτίθεται ότι θα επιλυθεί η παραπάνω μνημονευθείσα σύγκρουση συμφερόντων. Τελικά κρίθηκε αναγκαίο να θεσπισθεί ειδικό νομοθετικό πλαίσιο και προς τούτο ψηφίσθηκε ο ν. 4354/2015, ο οποίος διέπει πλέον τη μεταβίβαση κάθε είδους απαιτήσεων από δάνεια ή πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Αυτή την προβληματική έχει ως αντικείμενο η παρούσα μελέτη.
Δείτε περισσότερα εδώ.