Η παρούσα μελέτη επιχειρεί μια δομική ανάλυση του φαινομένου των διαπραγματεύσεων στην ποινική δίκη. Κατ’ αρχάς εξετάζεται αν η δογματική του δικαίου απόδειξης δύναται να εντάξει ομαλά το φαινόμενο των διαπραγματεύσεων στο εννοιολογικό και θεσμικό πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ασυμβατότητα των διαπραγματεύσεων με το ηπειρωτικό δικονομικό σύστημα επιτρέπει, στην συνέχεια, να θεμελιωθεί ο αντισυνταγματικός χαρακτήρας τους. Κατόπιν επισκοπείται εννοιολογικά η δικονομική συμπεριφορά του κατηγορουμένου με σκοπό να εξεταστεί αν η πρόταση μειωμένης ποινής δύναται να προκαλέσει ποινικά αξιόλογο ψυχικό πόνο σε αυτόν. Η «ψαλίδα ποινής» που δημιουργείται από την αριθμητική διαφορά μεταξύ δήθεν μειωμένης ποινής και της ποινής που θα επιβληθεί σε περίπτωση διεξαγωγής της δίκης δημιουργεί μια διλημματική κατάσταση, στην οποία ο κατηγορούμενος δεν έχει άλλη εύλογη εναλλακτική από το να προβεί σε ομολογία ενοχής. Τέλος δίδεται έμφαση σε πρόσφατη απόπειρα θεωρητικής θεμελίωσης των διαπραγματεύσεων επί τη βάσει της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου. Η προσπάθεια αυτή αξιολογείται ως αντίθετη με την αυτονομία του δικαίου. Συνολικά, η μελέτη καταδεικνύει ότι οι διαπραγματεύσεις συνιστούν υπαρξιακή απειλή για το ηπειρωτικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η ένταξή τους στην ποινική δίκη προϋποθέτει την άρση ισχύος της εκάστοτε έννομης τάξης.
Δείτε περισσότερα εδώ.