ΕιρΑθ 5286/2017

Παρατηρήσεις Κ. Σαϊτάκη

Αστική απάτη. Αδικοπραξία. Ευθύνη παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος.

Περίληψη απόφασης: Διπλή λειτουργία της αστικής απάτης ως λόγου ακύρωσης της δικαιοπραξίας και ως αδικοπρακτικής συμπεριφοράς. Προστατευτικός σκοπός του Ν. 2251/1994 και σχέση του προς τις γενικές διατάξεις περί αδικοπραξίας. Από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 απορρέει συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση ελέγχου του προϊόντος και πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού, η παραβίαση της οποίας πληροί την προϋπόθεση του παρανόμου κατά τη γενική ρήτρα του άρθρου 914 ΑΚ. Πώληση πράγματος μη ανταποκρινόμενου στη σύμβαση. Στοιχειοθέτηση ευθύνης εταιρείας παραγωγής οχημάτων λόγω εγκατάστασης στα αυτοκίνητά της λογισμικού που –σε συνθήκες εργαστηριακού ελέγχου– παραποιεί (βελτιστοποιεί) τις τιμές των εκπεμπόμενων ρύπων.

Κείμενο απόφασης: […Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 και επ. Α.Κ.), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 Α.Κ., αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και πρέπει να προξενείται από την απάτη (ΑΠ 325/2009, 491/2008). Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις συνεπώς η απάτη αντιμετωπίζεται με το δίκαιο του Αστικού Κώδικα υπό δύο έννοιες, ήτοι α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας ελαττωματικότητας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία δημιουργεί υποχρέωσή του προς αποζημίωση του απατηθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., ανεξαρτήτως αν η απάτη αυτή αποτελεί και ποινικό αδίκημα. Δεν ενδιαφέρει, αν τα παραπλανητικά γεγονότα αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης ή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αλλά αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 282/2010, 373/2008, 441/2004, 898/2000) […].

Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α΄, 6 παρ. 1, 5 και 6, 7 παρ. 1 και 2 του Ν. 2251/1994, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ειδικότερα: 1) κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α΄ του ν. 2251/1994, «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους». Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας σ’ αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85/577/ΕΟΚ για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων και 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή. 2) Κατά την ίδια ως άνω διάταξη, εδ. β΄, προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητός του προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. 3) Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα. … Περαιτέρω, η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του ν. 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ’ αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών-μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθ. 14 § 5 ν. 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθ. 6 του ν. 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία, στην οποία περιλαμβάνεται η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, καθώς και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§ 6), που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1). Η ικανοποίηση, όμως, της ηθικής βλάβης πριν τις 10.7.2007 δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (άρθ. 1 § 4 εδ. β΄ ν. 2251/1994), όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό (ήδη όμως με το ν. 3587/2007, άρθρο 7 παρ. 3 αυτού, αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 6 του προηγούμενου νομοθετήματος και ορίζεται πλέον ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου). Η ειδική ως άνω ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Αντίστοιχα, προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το άρθ. 6 § 5 εδ. α΄ του ν. 2251/1994 ως ελαττωματικό το προϊόν εκείνο που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών, και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεώς του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού.

Αντίθετα, για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντ. 1975, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή, δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται, έτσι, οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων αποτελεί και εκείνη του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ’ αρχήν και υπαίτια (άρθ. 330 εδ. β΄ ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παρ. 1 του άρθ. 7 του ν. 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ’ αριθμ. 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (άρθ. 1 § 4 εδ. β΄ ν. 2251/1994), υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις §§ 2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων. Συνάγεται, έτσι, άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών. … Ενόψει όλων αυτών, το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος), για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο, όμως, της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις, καθώς και ποιου προσώπου, από εκείνα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία διάθεσης, οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται, έτσι, δεκτό, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και, αντίθετα, έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται. Έτσι, με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις, σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 891/2013, ΑΠ 1505/2008 ΤΝΠ Νόμος).

Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ, ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του για παράδοση πράγματος με τις συνομολογημένες ιδιότητες και απαλλαγμένου από πραγματικά ελαττώματα, όταν το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Η ίδια ως άνω διάταξη, μάλιστα, ορίζει, εν συνεχεία, ενδεικτικά τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση. Τέτοιο μαχητό τεκμήριο μη ανταπόκρισης του πωληθέντος πράγματος στη σύμβαση υφίσταται, μεταξύ άλλων, όταν το πωληθέν δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή … (περ. 1), όταν δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας (περ. 3), καθώς και όταν δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης, εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.

[…] [Α]ποδείχθηκαν, λοιπόν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα στις 28.11.2011 συνήψε με την εταιρεία […] Α.Ε.Β.Ε. – δεύτερη εναγομένη έγκυρη σύμβαση πώλησης με αντικείμενο ένα αυτοκίνητο μάρκας […], πετρελαιοκίνητο ντίζελ, τύπου […] έναντι τιμήματος ποσού 13.399,43 ευρώ. Για την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, εκείνη προκατέβαλε το ποσό των 3.400,00 ευρώ, ενώ για την αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού των 10.000,00 ευρώ συνήψε την 29.11.2011 με την […] σύμβαση χορήγησης έντοκου δανείου αγοράς οχήματος. Το κεφαλαίο του ανωτέρου χρηματικού δανείου (δάνεισμα) συμφωνήθηκε στις 10.648,08 ευρώ ενώ το επιτόκιο στο 9%. Η δανειοδότρια τράπεζα, για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της από το ανωτέρω δάνειο, έχει συστήσει πλασματικό ενέχυρο επί του αυτοκινήτου, ενώ η κυριότητά του μέχρι την οριστική αποπληρωμή του παραμένει στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία (σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας). Συνεπεία όλων των ανωτέρω, η ενάγουσα κατέστη νομέας και κάτοχος του ιδιωτικού επιβατικού αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας […], μάρκας […], τύπου […] και με αριθμό πλαισίου […]. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από τις εναγόμενες. Η ανωτέρω έγκυρη σύμβαση υφίσταται ενεργός μέχρι σήμερα, αφού δεν έχει ακυρωθεί για κάποιον λόγο ούτε κάποιο από τα δύο μέρη έχει υπαναχωρήσει μέχρι σήμερα από αυτήν. Στη σύμβαση πώλησης αυτή, συνομολογήθηκε ότι το ως άνω όχημα θα φέρει, εκτός των άλλων, συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, ειδικότερα ότι σύμφωνα με τις προδιαγραφές των ρύπων του τύπου […] πετρελαιοκινητήρα που είναι τοποθετημένος στο όχημα της ενάγουσας, το τελευταίο εξασφαλίζει την πιστοποίηση Euro 5, αναφορικά με τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (Nox), ήτοι ότι είχε εκπομπές (Nox) μικρότερες από 0,18 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο. Το τελευταίο αυτό συνάγεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε συνδυασμό με τον με αριθμό 692/2008 Κανονισμό για την εφαρμογή και τροποποίηση του πρώτου. Ειδικότερα, ορίζεται ότι από το Σεπτέμβριο του 2009 όλα τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα της ελληνικής αγοράς με βενζινοκινητήρα ή πετρελαιοκινητήρα, για να λάβουν έγκριση Τύπου, θα πρέπει να τηρούν τα νέα, αυστηρότερα όρια εκπομπών ρύπων, που ορίζει το πρότυπο Euro 5 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι από τον Ιανουάριο του 2011 και ύστερα όλα τα αυτοκίνητα θα πρέπει να είναι Euro 5 κατά τον πίνακα που υπάρχει ως παράρτημα στον ως άνω Κανονισμό και ειδικότερα: Σύμφωνα με το νέο πρότυπο Euro 5, που θα ισχύσει για τις εγκρίσεις Τύπου επιβατικών αυτοκινήτων από την 1η Σεπτεμβρίου του 2009, τα ανώτατα όρια εκπομπών ρύπων ορίζονται ως εξής: Κινητήρες πετρελαίου: Μονοξείδιο του άνθρακα (CO): 0,5 γρμ/χλμ, Αιωρούμενα σωματίδια (ΡΜ): 0,005 γρμ/χλμ, Οξείδια του αζώτου (Nox): 0,18 γρμ/χλμ, Συνδυασμένες εκπομπές υδρογονανθράκων και οξειδίων του αζώτου (HC + Nox): 0,23 γρμ/χλμ. Το αυτοκίνητο, λοιπόν, της ενάγουσας κατά την εισαγωγή του στη χώρα μας ταξινομήθηκε με βάση τα ανωτέρω λεχθέντα σύμφωνα με το πρότυπο Euro 5, άρα πληρούσε, κατά την κατασκευάστρια εταιρεία, τα αυστηρά όρια εκπομπών ρύπων που ορίζει το πρότυπο αυτό.

Πλην όμως, στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (US Environmental Protection Agency Ε.P.Α.) εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, με την οποία κατηγορούσε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία […], ότι είχε σκόπιμα εξαπατήσει το αγοραστικό κοινό των ΗΠΑ και είχε παραβεί τον Ομοσπονδιακό Νόμο των ΗΠΑ περί προστασίας του περιβάλλοντος (Clean Air Act). Η κίνηση της εν λόγω διαδικασίας ήρθε σαν αποτέλεσμα των επίσημων ευρημάτων του Διεθνούς Συμβουλίου Καθαρών Μεταφορών (International Council on Clean Transportation LOOT), το οποίο διεξήγαγε έρευνες, με τις οποίες αποκαλύφθηκε παραποίηση από την […] των αποτελεσμάτων εκπομπών οξειδίων του αζώτου (Nox) από τα οχήματά της. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με επίκληση σε μετάφραση έγγραφο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από τις εναγόμενες εταιρείες, η κατασκευάστρια εταιρεία […] κατασκεύασε και εγκατέστησε συσκευές αλλοίωσης σε ορισμένα μοντέλα ελαφρών οχημάτων χρονολογίας από 2009 έως 2015 με πετρελαιοκινητήρα. Ότι συγκεκριμένα η […] κατασκεύασε και εγκατέστησε λογισμικό στην μονάδα ηλεκτρονικού ελέγχου των εν λόγω οχημάτων, η οποία αισθάνεται πότε το όχημα υποβάλλεται σε δοκιμές ελέγχου για συμμόρφωση με τα πρότυπα εκπομπών, όπως τα ορίζει η ως άνω Υπηρεσία ή βάσει διαφόρων δεδομένων που λαμβάνει, συμπεριλαμβανομένης της θέσης του τιμονιού, της ταχύτητας του οχήματος, της διάρκειας λειτουργίας του κινητήρα και της βαρομετρικής πίεσης, και παραγάγει αποτελέσματα συμμόρφωσης σύμφωνα με τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών ρύπων, ενώ σε κάθε άλλη στιγμή κατά τη συνήθη λειτουργία του οχήματος το λογισμικό αυτό τρέχει μια διαφορετική «οδική βαθμονόμηση» και συνεπεία τούτου οι εκπομπές Nox αυξάνονται κατά μία συνιστώσα 10 έως 40 φορές πάνω από τα επίπεδα συμμόρφωσης της Υπηρεσίας αυτής. Τα πραγματικά περιστατικά αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες, όμως οι τελευταίες ισχυρίστηκαν ότι η ανωτέρω ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ δεν αναφέρεται σε παραβίαση νόμου Ευρωπαϊκής ή Ελληνικής νομοθεσίας, αλλά σε παραβίαση νόμου των ΗΠΑ, και αφορούσε σε οχήματα διαφορετικού μοντέλου και κυβισμού από το επίδικο όχημα της ενάγουσας. Πλην όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, δεδομένου: α) ενδεικτικά, από την επισκόπηση δημοσιευμάτων που προσκομίζονται με επίκληση προκύπτει ότι η αρμόδια Επίτροπος της Κομισιόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, V.J., δήλωσε ότι η […] παραβίασε τους κοινοτικούς κανόνες περί προστασίας του καταναλωτή, ότι η Αρχή Ανταγωνισμού στην Ιταλία επέβαλε πρόστιμο στην […], ότι το Λουξεμβούργο κινείται δικαστικά κατά της […] για το σκάνδαλο εκπομπών αερίων, ακόμη σωρεία σχετικών αναφορών στον διεθνή και ελληνικό τύπο και στο διαδίκτυο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή», το οποίο προσκομίζεται με επίκληση, ο διευθύνων σύμβουλος της […], Μ.Μ., «έδωσε την λεπτομερέστερη μέχρι σήμερα εξήγηση για τις αιτίες του σκανδάλου. Η Εταιρεία γνώριζε τα προβλήματα από το 2005, αλλά αντί να το αντιμετωπίσει όπως όφειλε, διέπραττε το ένα λάθος μετά το άλλο», λαμβανομένης δε υπόψιν της διάταξης 336 ΚΠολΔ, δεν καταλείπεται αμφιβολία στο δικαστήριο αναφορικά με τα πραγματικά αυτά περιστατικά, β) σε σχετικό ερώτημα της ενάγουσας, απευθυνόμενο προς την τρίτη εναγομένη, η οποία τυγχάνει επίσημη εισαγωγέας στην χώρα μας των οχημάτων […], έλαβε την από 15.10.2015 επιστολή της τελευταίας, με το εξής περιεχόμενο: «Κατόπιν σχετικής ενημέρωσης από τη […], θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι ο πετρελαιοκινητήρας τύπου […] που είναι τοποθετημένος στο αυτοκίνητό σας επηρεάζεται από λογισμικό που σχετίζεται με την βελτιστοποίηση των τιμών οξειδίων του αζώτου (Nox) κατά την τυποποιημένη διαδικασία δοκιμής σε εργαστήριο. Λυπούμαστε για το γεγονός αυτό και, με βάση την ανωτέρω ενημέρωση από την […], το αυτοκίνητό σας είναι τεχνικά ασφαλές και κατάλληλο για χρήση και καταβάλλεται κάθε προσπάθεια, προκειμένου να επιλυθούν οι παραπάνω αποκλίσεις το συντομότερο δυνατό. Η […] θα καλύψει τη δαπάνη όλων των αναγκαίων μέτρων και θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη σας …», φέροντας κάτωθι την υπογραφή του αναπληρωτή διευθυντή πωλήσεών της.

Συνεπώς, με τα πραγματικά αυτά περιστατικά καθίσταται σαφές, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι το περιγραφόμενο όχημα της ενάγουσας αφενός εντάσσεται στον κύκλο των οχημάτων με το «πειραγμένο» λογισμικό και αφετέρου ως λογική συνέπεια σε συνθήκες συνήθους λειτουργίας του, οι εκπομπές ρύπων Nox αυξάνονται, αφού επηρεάζεται από το λογισμικό που σχετίζεται με την βελτιστοποίηση των τιμών Nox κατά την τυποποιημένη διαδικασία δοκιμής σε εργαστήριο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το όχημα της ενάγουσας ήταν αποτέλεσμα των τεχνικών παρεμβάσεων της κατασκευάστριας εταιρείας του – πρώτης εναγομένης, η οποία μέσω των εδώ εναγομένων εταιρειών, ήτοι της πωλήτριας – εμπορικού διανομέα και της επισήμου εισαγωγέα, είχε διαφημίσει με κάθε δυνατό τρόπο, όπως διαφημιστικά φυλλάδια, προσπέκτους αυτοκινήτου, δηλώσεις πωλητών, ότι το αυτοκίνητο το οποίο αγόρασε εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια τα όρια εκπομπών που έθετε το πρότυπο euro 5, σύμφωνα με τους ανωτέρω αναφερομένους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα απέκτησε ένα αυτοκίνητο το οποίο δεν πληροί τους όρους που θέτει τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η ελληνική έννομη τάξη, το οποίο δεν συμμορφώνεται με το πρότυπο euro 5 και δεν θα έπρεπε να είχε λάβει έγκριση Τύπου από τις εγχώριες αρχές για να κυκλοφορεί ως καινούργιο στην ελληνική επικράτεια. Την τελευταία αυτή σκέψη αμφισβητούν οι εναγόμενες, ισχυριζόμενες ότι, αν το όχημά της, όπως και άλλα όμοια, δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα που θέτει ο Κανονισμός 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Euro 5, τότε σίγουρα η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών (German Federal Motor Transport Authority – ΚΒΑ), η οποία είναι η αρμόδια αρχή για τα πωληθέντα εντός της Ε.Ε. οχήματα […], είτε θα είχε βεβαιώσει σχετικώς την εν λόγω μη συμμόρφωση είτε θα είχε προβεί στην ανάκληση της ανωτέρω πιστοποίησης, ενέργειες που ουδόλως έχουν συμβεί μέχρι σήμερα. Πλην όμως, και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 13 του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο ορίζει: «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται όταν παραβιάζονται από τους κατασκευαστές οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των κυρώσεων. … 2. Οι τύποι παραβιάσεων που τιμωρούνται περιλαμβάνουν: α) την υποβολή ψευδών δηλώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών έγκρισης ή των διαδικασιών που οδηγούν σε ανάκληση, β) την παραποίηση των αποτελεσμάτων των δοκιμών για την έγκριση τύπου ή τη συμμόρφωση εν χρήσει, γ) την απόκρυψη στοιχείων ή τεχνικών προδιαγραφών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάκληση ή την απόσυρση της έγκρισης τύπου, δ) … ε) …», σαφώς συνάγεται ότι αφενός αρμόδια για την ανάκληση της πιστοποίησης για το Euro 5 είναι τα κρατικά ελληνικά όργανα, όπως εξάλλου προκύπτει και από την Υ.Α. 5299/406/2012 (Β΄ 2840/23.10.2012) σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης έγκρισης τύπου στα οχήματα που κυκλοφορούν στη χώρα μας, και όχι η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, και αφετέρου, ακόμη κι αν δεν έχει συμβεί η ανάκληση αυτή μέχρι σήμερα δεν αποκλείεται να συμβεί στο μέλλον, δεδομένης της παραποίησης των τεχνικών χαρακτηριστικών του οχήματος από την κατασκευάστρια εταιρεία του – πρώτη εναγομένη. Στη συνέχεια, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι όσα αναφέρει η ενάγουσα για τις υπερβολικές εκπομπές ρύπων του οχήματός της είναι αοριστίες και γενικεύσεις, αφού δεν εξειδικεύει με σαφήνεια ποια Αρχή προέβη στην μέτρηση των εκπεμπόμενων ρύπων που επικαλείται και τα ευρήματα της μέτρησης αυτής. Όμως, ατυχώς προβάλλονται από τις εναγόμενες και ο ισχυρισμός αυτός, δεδομένου ότι η τρίτη εναγομένη εταιρεία – εισαγωγέας του επίδικου οχήματος απέστειλε στην ενάγουσα την από 12.5.2016 επιστολή της με το εξής περιεχόμενο: «Σε συνέχεια των πληροφοριών που λάβαμε από την κατασκευάστρια εταιρεία […], σας ενημερώνουμε ότι ειδικά τεχνικά μέτρα που θα ληφθούν για τους κινητήρες ντίζελ […], τύπου […] που επηρεάζονται από το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για τη βελτίωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (Nox) κατά την εκτέλεση δοκιμών, έχουν ήδη παρουσιασθεί από τη […] στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Μεταφορών (German Federal Motor Transport Authority) και έχουν εγκριθεί από την εν λόγω Αρχή. […]». Τέλος, η τρίτη εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα την από 8.9.2016 συστημένη επιστολή με την οποία την ενημέρωνε ότι: «Όπως σας έχουμε ήδη ενημερώσει με σχετική επιστολή μας, ο κινητήρας του αυτοκινήτου σας επηρεάζεται από λογισμικό που σχετίζεται με βελτιώσεις των τιμών οξειδίων του αζώτου (Nox) κατά τη δοκιμή στο εργαστήριο (NEFZ/Νέος Ευρωπαϊκός Κύκλος Οδήγησης) σε σχέση με την πραγματική κυκλοφορία στον δρόμο. Γι’ αυτό το λόγο, απαιτείται ο αναπρογραμματισμός του εγκεφάλου κινητήρα (αναβάθμιση λογισμικού) …», οι οποίες προσκομίζονται με επίκληση και από την επισκόπηση των οποίων αβίαστα προκύπτει ότι η τρίτη εναγόμενη, αναγνωρίζοντας ότι το όχημα της ενάγουσας έχει εγκατεστημένο και επηρεάζεται από το παράνομο λογισμικό, την καλεί να προβεί σε αναβάθμιση του λογισμικού αυτού. Συνεπώς, καθίσταται σαφές, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι στο επίδικο όχημα έχει εγκατασταθεί από την πρώτη εναγομένη – κατασκευάστρια εταιρεία το λογισμικό αυτό που σχετίζεται με την συμμόρφωση σε εργαστηριακές συνθήκες του οχήματος σε εκπομπές του οξειδίου του αζώτου, ενώ, αντίθετα, σε συνθήκες οδήγησης στο δρόμο να εμφανίζονται υψηλότερες και να εκφεύγουν του πλαισίου που θέτει ο ως άνω αναφερόμενος με αριθμό 715 Κανονισμός 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προκειμένου τα οχήματα να λάβουν πιστοποίηση για το πρότυπο Euro 5. Συνεπώς, το αυτοκίνητο της ενάγουσας κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης πώλησης με την δευτέρα εναγομένη και κατά την παράδοσή του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει το πρότυπο Euro 5 σχετικά με τις εκπομπές αερίων, άρα εξέλιπε από το αυτοκίνητο μια συνομολογημένη κατά τη σύμβαση πώλησης ιδιότητα, για την οποία την διαβεβαίωνε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία διά των εκπροσώπων της ότι το αυτοκίνητο που διαπραγματευόταν να αγοράσει και τελικά απέκτησε πράγματι είχε, ότι δηλαδή το εν λόγω αυτοκίνητο το οποίο απέκτησε η ενάγουσα από την δεύτερη εναγομένη στις 28.11.2011 μάρκας […], πετρελαιοκίνητο ντίζελ τύπου […], ανήκει στα «προβληματικά» αυτοκίνητα της εταιρείας, όπου οι πραγματικές τιμές εκπομπών οξειδίων του αζώτου υπερβαίνουν τις συμφωνηθείσες. Εξάλλου, ένας συνετός αγοραστής, όπως δεν αποδείχθηκε ότι δεν είναι η ενάγουσα, ευλόγως προσδοκούσε στην ιδιότητα αυτή, δεδομένου ότι η απόκλιση αυτή θέτει το αυτοκίνητό της εκτός ορίων εκπομπών κατά το πρότυπο Euro 5, η έλλειψη δε της συνομολογημένης ιδιότητας αυτής θα εμπόδιζε το αυτοκίνητο να κυκλοφορήσει στη χώρα μας, αφού δεν θα εδύνατο να λάβει την απαιτούμενη έγκριση τύπου, σύμφωνα με ανωτέρω αναλυτικώς λεχθέντα. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα δημοσιεύματα, τις παραδοχές της πρώτης εναγομένης, αλλά και τη γνωμοδότηση του κ. Καθηγητή Ευάγγελου Γιακουμή, ένας συγκεκριμένος τύπος πετρελαιοκινητήρα (με τον οποίον ήταν εφοδιασμένο και το αυτοκίνητο της εναγούσης) εξέπεμπε σε συνθήκες κανονικής οδήγησης έως και 40 φορές επιπλέον οξείδια του αζώτου από τις τιμές που εμφάνιζε σε συνθήκες εργαστηρίου. Υπερέβαινε, δηλαδή, κατά πολύ τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών αερίων ρύπων που έθετε το πρότυπο Euro 5 γεγονός που τα καθιστούσε «παράνομα», αφού δεν συμμορφώνονταν στις τιμές που έθετε ο συγκεκριμένος Κανονισμός.

Επιπλέον, ο κοινοτικός νομοθέτης, στο άρθρο 5 παρ. 2 (σε συνδυασμό με το άρθρο 3 αρ. 10) του Κανονισμού 715/2007 απαγορεύει ρητώς τη χρήση συστημάτων αναστολής, που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών. Δηλαδή, με τη συγκεκριμένη διάταξη θέλησε να απαγορεύσει ακριβώς αυτό το οποίο διέπραξε η πρώτη εναγόμενη, ήτοι την παραποίηση των στοιχείων αναφορικά με τις εκπομπές ενός οχήματος κατά τη διαδικασία ελέγχου (βλ. και προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως απόφαση Πρωτοδικείου του Χίλντεσχαϊμ = Landgericht Hildesheim, 3 Ο 139/16). Το παραπάνω γεγονός εξηγεί και την επιτακτική ανάγκη, από πλευράς πρώτης εναγομένης, να διενεργήσει μία αναβάθμιση στο λογισμικό, με σκοπό να απομακρύνει το προβληματικό λογισμικό, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος ανάκλησης της άδειας του οχήματος επί τη βάσει διατάξεων τόσο κοινοτικής όσο και εθνικής προέλευσης (βλ. και προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως απόφαση Πρωτοδικείου του Χάγκεν = Landgericht Hagen, 3 Ο 66-16). Η ίδια η πρώτη εναγομένη παραδέχθηκε ότι είχε αναπτύξει ένα λογισμικό, το οποίο αναγνώριζε πότε το όχημα βρίσκεται σε συνθήκες εργαστηρίου (και “τρέχει” πάνω σε ράμπες) και πότε το όχημα βρίσκεται σε συνθήκες κανονικής οδήγησης στο δρόμο. Όταν το αυτοκίνητο βρίσκεται σε συνθήκες εργαστηρίου, το παράνομο λογισμικό επεμβαίνει στις λειτουργίες του κινητήρα και χειραγωγεί τις εκπομπές κατά τέτοιον τρόπο, προκειμένου αυτές να είναι σύννομες με τα εκάστοτε όρια εκπομπών που έθετε ο νομοθέτης. Όταν το αυτοκίνητο βρίσκεται σε συνθήκες δρόμου, το παράνομο λογισμικό επεμβαίνει με αντίστροφο τρόπο και έτσι οι εκπομπές σε Nox εκτινάσσονταν σε έως και 40 φορές πάνω από τις καταμετρημένες σε συνθήκες εργαστηρίου τιμές, προκειμένου το όχημα να εμφανίζει χαμηλότερη κατανάλωση και υψηλότερη απόδοση (δύναμη) (βλ. Γνωμοδότηση Αν. Καθηγητή Μετσοβίου Πολυτεχνείου, κ. Γιακουμή, που προσάγεται μετ’ επικλήσεως). Η ενάγουσα δεν απέκτησε αυτό που νομίμως δικαιούτο από τη σύμβαση πώλησης, ήτοι ένα τεχνικώς άρτιο όχημα, το οποίο να ανταποκρίνεται στις νομοθετικές διατάξεις, ως ανωτέρω αναλύεται. Επομένως, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το αυτοκίνητο της εναγούσης τηρεί τα πρότυπα που θέτει ο Κανονισμός 715/2007. Το αυτοκίνητό της, από τη στιγμή που φύγει από το εργαστήριο και κινηθεί κανονικά σε δρόμο, εκπέμπει έως και 40 φορές παραπάνω αέριους ρύπους. Άλλωστε, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν ήθελε υποτεθεί ότι το αυτοκίνητο της εναγούσης είναι καθ’ όλα σύννομο, δεν θα υπήρχε λόγος να την καλέσουν για να αναβαθμίσουν το λογισμικό του αυτοκινήτου της, με δαπάνες της πρώτης εναγομένης. Προφανώς, όμως, έπραξαν τούτο, γιατί ήταν υποχρεωμένες να καταστήσουν το αυτοκίνητο της εναγούσης, αλλά και τα άλλα αυτοκίνητα με παρόμοιο πρόβλημα, συμμορφούμενο με τα πρότυπα Euro 5, τα οποία επιτάσσει ο κοινοτικός νομοθέτης να ακολουθούνται από όλα τα αυτοκίνητα.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι από τις προπεριγραφείσες πρακτικές της πρώτης εναγομένης η ενάγουσα εξαπατήθηκε και οδηγήθηκε στη σύναψη μίας σύμβασης, την οποία σε καμία περίπτωση δεν θα είχε υπογράψει, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δανειζόμενη μάλιστα, προκειμένου να ανταπεξέλθει οικονομικά στο κόστος αποπληρωμής, με αποτέλεσμα δηλαδή να οδηγηθεί, μεταξύ άλλων, να αγοράσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο της εν λόγω εταιρείας, την οποία προτίμησε έναντι άλλων ανταγωνιστριών εταιρειών, πιστεύοντας ότι το απόκτημά της πληρούσε ορισμένες προδιαγραφές, που τελικά δεν υπήρχαν και λόγω της εξαπάτησης που υπέστη να καταβάλει υψηλότερο τίμημα της αξίας του αυτοκινήτου που τελικά παρέλαβε. Περαιτέρω, όμως, ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων δεν απεδείχθη δική τους ευθύνη ως προς την διαπραχθείσα σε βάρος της εναγούσης απάτη. Ειδικότερα, δεν υφίσταται αδικοπρακτική συμπεριφορά των εταιρειών αυτών σε βάρος της εναγούσης κι ως εκ τούτου δεν έχουν καμία υπαιτιότητα. Τούτο, διότι οι εταιρείες αυτές ούτε γνώριζαν κάτι για την εν λόγω μη συμμόρφωση όταν η τρίτη εναγομένη διέθεσε το εν λόγω όχημα στην δεύτερη εναγομένη, αλλά ούτε και αργότερα, καθότι η πρώτη εναγόμενη δήλωσε στην τρίτη ότι το όχημα της εναγούσης διαθέτει την πιστοποίηση Euro 5 και συναφώς ότι συμμορφώνεται με την Κοινοτική Νομοθεσία, η δε τελευταία αφενός δεν είχε κάποιο λόγο να αμφισβητήσει το ως άνω γεγονός, αφετέρου δεν διέθετε τα απαραίτητα τεχνικά μέσα, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβειά του. Ούτε, όμως, σε ό,τι αφορά το θέμα του επίμαχου λογισμικού, οι δύο τελευταίες των εναγομένων είχαν οποιαδήποτε γνώση όταν η τρίτη διέθεσε το εν λόγω όχημα στην δεύτερη εναγομένη, αλλά ούτε και αργότερα, παρά το πληροφορήθηκαν αρκετό χρόνο μετά, και δη τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν το εν λόγω ζήτημα έγινε παγκοσμίως γνωστό στο ευρύ κοινό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Την απουσία γνώσης ως προς το εν λόγω ζήτημα που σχετίζεται με το λογισμικό βεβαιώνει και ο Προϊστάμενος Τεχνικής Υποστήριξης της τρίτης εναγομένης Εταιρεία κ. Κ. στην υπ’ αριθ. […]/24.1.2017 ένορκη βεβαίωσή του. Πράγματι, από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες εταιρείες, διά των εκπροσώπων τους, τελούσαν σε γνώση της ύπαρξης της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας στο αυτοκίνητο της ενάγουσας, ώστε να επιδιώκουν την απόκρυψη ή την αποσιώπησή της, δεδομένου ότι αντίκειται στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής από τη μια μεν πλευρά οι εναγόμενες εταιρείες να προβαίνουν σε δημοσιεύσεις στον τύπο και σε άλλες δημόσιες και κατ’ ιδίαν δηλώσεις, ότι τάχα το αυτοκίνητο της ενάγουσας φέρει την πιστοποίηση που απαιτείται σύμφωνα με το πρότυπο Euro 5, όπως εκτενώς ανωτέρω αναλύεται, και από την άλλη πλευρά να αποσιωπούν δολίως και αθέμιτα όλα τα ανωτέρω από την ενάγουσα ως υποψήφια αγοράστρια. Κατά συνέπεια, εξαιτίας της απουσίας οποιασδήποτε υπαιτιότητας της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη σ’ αυτές και κατ’ επέκταση δεν έχουν υποχρέωση για αποζημίωση της ενάγουσας και πρέπει η αγωγή ν’ απορριφθεί ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική τους δαπάνη κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη, η οποία κρίθηκε υπαίτια της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα κατά τα προπεριγραφέντα, δεν υπήρξε αντισυμβαλλομένη της τελευταίας, δεν μπορεί να ακυρωθεί η δήλωση βούλησης αυτής (αρθρ. 149 ΑΚ) και να λάβει την αποζημίωση που αιτείται σύμφωνα με την κύρια βάση της αγωγής και η αποζημίωση που πρέπει να λάβει για τη ζημία που υπέστη ισούται με τη διαφορά της αξίας του αυτοκινήτου εάν ανταποκρινόταν στις ανωτέρω προδιαγραφές σε σχέση μ’ εκείνη του οχήματος που τελικά έλαβε, σύμφωνα με την επικουρική αξίωση της αγωγής, και τούτο διότι μετά την αποκάλυψη των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που βαρύνουν την πρώτη εναγομένη, πέραν του κινδύνου να ανακληθεί η πιστοποίηση του Euro 5 και να προκληθούν προβλήματα ως προς την κυκλοφορία του αυτοκινήτου της, πέραν της προφανούς περιβαλλοντικής επιβάρυνσης από τη λειτουργία του για τέσσερα έτη, (2011-2015), το όχημα υπέστη πλήγμα και στη μεταπρατική του αξία, καθόσον οι υποψήφιοι μελλοντικοί αγοραστές μετά τον “θόρυβο” που έγινε θα είναι δύσπιστοι κι επιφυλακτικοί ως προς την αγορά του και θα προτιμούν παρόμοια οχήματα ανταγωνιστριών εταιρειών. Η πληγείσα δε από τις ανωτέρω πρακτικές αξιοπιστία της πρώτης εναγομένης δεν «θεραπεύεται» από την εκ των υστέρων, μετά από χρήση τεσσάρων ετών, πρόσκληση και προσφορά προς την εξαπατηθείσα ενάγουσα αναβάθμισης του κινητήρα του οχήματός της, απορριπτόμενης της προβληθείσας από την πρώτη ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής αυτής. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα υπέστη ζημία που ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι το υπερβάλλον του τιμήματος που κατέβαλε σε σχέση με την πραγματική αξία του αυτοκινήτου που αγόρασε, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, είχε τις ανωτέρω ελλείψεις. Κατά συνέπεια, στο ως άνω ποσό ανέρχεται η συνολική θετική ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα και οφείλει να αποκαταστήσει η πρώτη εναγόμενη, ευθυνόμενη ως κατασκευάστρια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων του ν. 2251/1994, όπως αναφέρονται στην υπό στοιχείο Β΄ μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 298 και 914 επ. ΑΚ, διότι προμήθευσε στην ενάγουσα, έναντι ανταλλάγματος, το όχημα από το οποίο έλειπε επίμαχη η συνομολογημένη ιδιότητα. Τέλος, λόγω της παραπάνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας, εκτιμώμενων των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε η σε βάρος της αδικοπραξία, του είδους και του βαθμού της ζημίας που υπέστη, της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη έκτοτε και της κοινωνικοοικονομικής θέσεως των μερών, πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.200 ευρώ. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά την επικουρική αυτής αξίωση, ως προς την πρώτη εναγομένη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (4.000 + 1.200 =) 5.200 ευρώ, με νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης προς αυτήν της αγωγής…]

Δείτε εδώ τον σχολιασμό της απόφασης.